Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συς
70 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συσκέπτομαι [sisképtome] Ρ4β (χωρίς μππ.) : παίρνω μέρος σε σύσκεψη: Tο υπουργικό συμβούλιο συσκέπτεται.

[λόγ. < ελνστ. συσκέπτομαι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συσκευάζω [siskevázo] -ομαι Ρ2.1 : τοποθετώ κτ. μέσα σε κιβώτιο ή σε κου τί, ή το τυλίγω με χαρτί ή με άλλο σχετικό υλικό, ώστε να μπορεί να μετα φερθεί με ασφάλεια· αμπαλάρω: ~ τα γυαλικά σε ξύλινα κιβώτια. Bιβλία συσκευασμένα σε χαρτοκιβώτια. || τοποθετώ σε κατάλληλο περίβλημα ένα προϊόν που κυκλοφορεί στην αγορά, για την ασφαλέστερη διακίνησή του και για την καλύτερη διατήρησή του: Φάρμακα / γαλακτοκομικά προϊόντα που παρασκευάζονται στο εξωτερικό, συσκευάζονται όμως στην Ελλάδα.

[λόγ. < αρχ. συσκευάζω `ετοιμάζω τις αποσκευές΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συσκευασία η [siskevasía] Ο25 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του συσκευάζω. 1. τοποθέτηση ενός αντικειμένου μέσα σε κατάλληλο περικάλυμμα: ~ σε κουτιά / σε κιβώτια. Xαρτί συσκευασίας. Mεταφορικές εταιρείες αναλαμβάνουν τη ~και τη μεταφορά της οικοσκευής. Γάλα / μαρμελάδα σε ατομική ~. || το συσκευασμένο προϊόν: Aγόρασα τη ~ του ενός κιλού. 2. τα μέσα που χρησιμοποιούνται για τη συσκευασία: H κατάλληλη ~ εξασφαλίζει την καλή διατήρηση των προϊόντων. || αμπαλάζ: Πολυτελής / χριστουγεννιάτικη ~. ~ δώρου.

[λόγ. < αρχ. συσκευασία `ετοιμασία αποσκευών΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συσκευαστήριο το [siskevastírio] Ο40 : ειδικός χώρος όπου γίνεται η συσκευασία προϊόντων: ~ εσπεριδοειδών.

[λόγ. συσκευασ(τής) -τήριον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συσκευαστής ο [siskevastís] Ο7 θηλ. συσκευάστρια [siskevástria] Ο27 : αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με τη συσκευασία.

[λόγ. συσκευασ- (συσκευάζω) -τής (διαφ. το συγγ. ελνστ. συσκευαστής `που προετοιμάζει΄)· λόγ. συσκευασ(τής) -τρια]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συσκευή η [siskeví] Ο29 : σύνολο συναρμολογημένων εξαρτημάτων ή μηχανισμών που είναι τοποθετημένα σε ένα κατάλληλο περίβλημα και που λειτουργούν συντονισμένα: ~ τηλεόρασης / τηλεφώνου. Οικιακές ηλεκτρικές συσκευές, κουζίνα, ψυγείο, πλυντήριο κτλ.

[λόγ. < ελνστ. συσκευή `σκηνική κατασκευή΄ σημδ. γαλλ. appareil]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σύσκεψη η [sískepsi] Ο33 : συνάντηση κατά την οποία γίνεται ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των μελών ενός σώματος, για να ληφθεί κάποια απόφαση: H ~ του Πολυμελούς Πρωτοδικείου.

[λόγ. < ελνστ. σύσκεψις `πολλή σκέψη΄ (-σις > -ση), κατά τη σημερ. σημ. του συν-]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σύσκιος -α -ο [sískios] Ε6 : (λόγ.) πολύ σκιερός. || (ως ουσ.) το σύσκιο, τόπος σκιερός.

[λόγ. < αρχ. σύσκιος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συσκοτίζω [siskotízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.κάνω συσκότιση1. 2. (μτφ.) προκαλώ σύγχυση που έχει ως αποτέλεσμα την παραπλάνηση: H επέμβασή του μάλλον συσκότισε παρά διαλεύκανε την υπόθεση. || H μεγάλη θλίψη συσκοτίζει το λογικό.

[λόγ.: 1: μσν. συσκοτίζω < ελνστ. συσκοτ(άζω) μεταπλ. -ίζω· 2: σημδ. γαλλ. obscurcir]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συσκότιση η [siskótisi] Ο33 : 1α.το σκοτείνιασμα ενός χώρου με ελάττωση της έντασης του φυσικού ή του τεχνητού φωτισμού: Kατά τη διάρκεια του πολέμου είχε επιβληθεί ~ όλων των κτιρίων. β. μπλακ άουτ. 2. (μτφ.) σύγχυση που δημιουργείται συνήθ. εσκεμμένα και η οποία έχει ως αποτέλεσμα τη συγκάλυψη των πραγματικών περιστατικών ή των αιτίων μιας κατάστασης.

[λόγ.: 1: συσκοτι- (συσκοτίζω) -σις > -ση· 2: σημδ. γαλλ. obscurcissement]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...7   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες