Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συνταράσσω [sindaráso] -ομαι & συνταράζω [sindarázo] -ομαι Ρ2.2 : 1. προκαλώ ισχυρές δονήσεις και κάνω κτ. να τρέμει: Ολόκληρο το κτίριο συνταράχτηκε από την έκρηξη, σείστηκε. 2. (μτφ.) προκαλώ σε κπ. πολύ μεγάλη ψυχική ταραχή· συγκλονίζω: Mας συντάραξε η είδηση του αιφνίδιου θανάτου του. H χώρα συνταράσσεται από τα δεινά του εμφυλίου.
[λόγ. < αρχ. συνταράσσω· μεταπλ. κατά το ταράσσω > ταράζω]