Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συνδυάζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συνδυάζω [sinδiázo] -ομαι Ρ2.1 : 1α.δημιουργώ τις προϋποθέσεις για να συνυπάρξουν στοιχεία που θεωρούνται αντίθετα: Οι εκπαιδευτικές εκδρομές συνδυάζουν τη μόρφωση με την ψυχαγωγία. (λόγ. έκφρ.) ~ το τερπνό(ν)* μετά του ωφελίμου. β. διαθέτω δύο ή περισσότερα στοιχεία ή ιδιότητες, συνήθ. ανόμοια: Nησί που συνδυάζει βουνό και θάλασσα. Aυ τό το παιδί συνδυάζει μεγάλη ευφυΐα και ασυνήθιστη εργατικότητα. γ. τοποθετώ μαζί στοιχεία που μπορούν να αποτελέσουν ένα αρμονικό σύνολο: Tο άσπρο συνδυάζεται με όλα τα χρώματα. Θα συνδυάσω τις κουρτίνες με την ταπετσαρία των επίπλων. 2. βρίσκω τη λογική σχέση που υπάρχει ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα γεγονότα, φαινόμενα ή καταστάσεις και καταλήγω σε κάποιο συμπέρασμα· συσχετίζω: Mη συνδυάζεις τη χτεσινή αντίδρασή του με τη σημερινή απουσία του. H τελευταία δολοφονική απόπειρα συνδυασμένη και με άλλες προηγούμενες μας οδηγεί σε ορισμένες διαπιστώσεις. 3. (συνήθ. παθ.) οργανώνω δραστηριότητες που προέρχονται από διαφορετικά πρόσωπα και από διαφορετικούς τομείς, για να πετύχω έναν κοινό στόχο: Έχουν συνδυαστεί οι ενέργειες τριών υπουργείων, για να δοθεί λύση στο κυκλοφοριακό. Ο εχθρός αντιμετωπίστηκε με συνδυασμένες επιθέσεις του στρατού και της αεροπορίας.

[λόγ. < αρχ. συνδυάζω `ενώνω δύο αντικείμενα, ενώνομαι με΄ & σημδ. γαλλ. combiner & αγγλ. combine]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες