Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συναπτός -ή -ό [sinaptós] Ε1 : (λόγ.) συνεχής από χρονική άποψη: Συναπτά έτη / χρόνια: Έζησε στο εξωτερικό είκοσι συναπτά έτη.
[λόγ. < αρχ. συναπτός]