Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συνέχω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συνέχω [sinéxo] -ομαι Ρ πρτ. συνείχα : (λόγ.) 1. διακατέχω: Mε συνέχει φόβος / δέος. Συνέχομαι από θαυμασμό. 2. (συνήθ. παθ.) συνδέομαι: H κρίση της εκπαίδευσης συνέχεται με τη γενικότερη πολιτική και πολιτιστική κρίση.

[λόγ. < αρχ. συνέχω `κρατώ μαζί΄, ελνστ. σημ.: `εξαναγκάζω΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες