Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συνάγω
9 εγγραφές [1 - 9]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συνάγω [sináγo] -ομαι Ρ πρτ. συνήγα, αόρ. συνήγαγα, απαρέμφ. συναγάγει, παθ. αόρ. (σπάν.) συνάχθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και συνήχθη, συνήχθησαν, απαρέμφ. συναχθεί : 1.(λόγ.) συγκεντρώνω, συνάζω. 2. ~ (ένα συμπέρασμα), καταλήγω σε ένα συμπέρασμα, εξάγω, βγάζω ένα συμπέρασμα: Aπό τα δεδομένα που υπάρχουν συνάγεται / μπορεί κανείς να συναγάγει το εξής συμπέρασμα / το συμπέρασμα ότι… || (παθ., απρόσ.) συνάγεται ότι…, συμπεραίνεται, προκύπτει.

[λόγ. < αρχ. συνάγω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συναγωγή 1 η [sinaγojí] Ο29 : 1.(λόγ.) συγκέντρωση, σύναξη. 2. ~ συμπε ράσματος, κατάληξη σε ένα συμπέρασμα· εξαγωγή συμπεράσματος.

[λόγ. < αρχ. συναγωγή]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συναγωγή 2 η : ναός των Εβραίων.

[λόγ. < ελνστ. συναγωγή, αρχ. σημ. δες συναγωγή 1]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συναγωνίζομαι [sinaγonízome] Ρ2.1β : αγωνίζομαι, προσπαθώ να διακριθώ, να ξεπεράσω κπ. σε μια παράλληλη αλλά όχι κοινή προσπάθεια, να πετύχω ένα καλύτερο αποτέλεσμα· (πρβ. ανταγωνίζομαι): Συναγωνίζονται ποιος θα τρέξει πιο γρήγορα / ποιος θα είναι ο καλύτερος μαθητής / ποιος θα έχει τον καλύτερο κήπο. Kανένας δεν μπορεί να μας συναγωνιστεί στην ποιότητα των προϊόντων μας. Kανένας δεν μπορεί να συναγωνιστεί τα προϊόντα μας / τις τιμές μας που είναι οι καλύτερες. || (ειρ.) για κπ. ή για κτ. που μπορεί να συγκριθεί ως προς τις αρνητικές του ιδιότητες με κπ. ή με κτ. άλλο εξίσου κακό: Ο Γιάννης συναγωνίζεται στην τεμπελιά το Γιώργο. Ξενοδοχεία που συναγωνίζονται σε ανέσεις τα χάνια.

[λόγ. < αρχ. συναγωνίζομαι `αγωνίζομαι σαν σύμμαχος΄ σημδ. γαλλ. combattre & συν. concourir]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συναγωνίσιμος -η -ο [sinaγonísimos] Ε5 : που μπορεί να τον συναγωνιστεί κάποιος ή κτ.

[λόγ. συναγωνισ- (συναγωνίζομαι) -ιμος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συναγωνισμός ο [sinaγonizmós] Ο17 : αγώνας, προσπάθεια που κάνει κάποιος, για να διακριθεί σε έναν τομέα οικονομικής ή πνευματικής δραστηριότητας, όπου αγωνίζονται για διάκριση και άλλοι· (πρβ. ανταγωνισμός): Ελεύθερος οικονομικός ~. Aθέμιτος (εμπορικός) ~, που γίνεται με αθέμιτα μέσα. Όπου υπάρχει ~ υπάρχει και πρόοδος, άμιλλα. || εκτός συναγωνισμού: α. για κπ. ή για κτ. που μετέχει σε μια διοργάνωση διαγωνιστικού χαρακτήρα, χωρίς να μετέχει και στην κρίση, γιατί θεωρείται αναγνωρισμένη η αξία του: Στο φεστιβάλ κινηματογράφου θα προβληθεί εκτός συναγωνισμού η ταινία του τάδε σκηνοθέτη. β. για κπ. ή για κτ. που υπερέχει πολύ σε αξία ή σε ποιότητα· ασυναγώνιστος: Aυτός ο μαθη τής είναι εκτός συναγωνισμού, άριστος. Tα προϊόντα μας είναι εκτός συναγωνισμού. Tιμές εκτός συναγωνισμού, πολύ χαμηλές. || (ειρ.) για κπ. ή για κτ. που έχει κάποια αρνητική ιδιότητα σε πολύ μεγάλο βαθμό.

[λόγ. < μσν. συναγωνισμός `βοήθεια΄ κατά την αλλ. της σημ. του συναγωνίζομαι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συναγωνιστής ο [sinaγonistís] Ο7 θηλ. συναγωνίστρια [sinaγonístria] Ο27 : αυτός που συμμετέχει σε έναν πολεμικό ή πολιτικοϊδεολογικό αγώ να, στη σχέση του με άλλον ή άλλους αγωνιστές. || ως προσφώνηση ή ως προσωνυμία ανάμεσα σε μέλη μιας ομάδας αγωνιστών.

[λόγ. < αρχ. συναγωνιστής· λόγ. συναγωνισ(τής) -τρια]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συναγωνιστικός -ή -ό [sinaγonistikós] Ε1 : που αναφέρεται: 1. στο συνα γωνισμό. 2. στο συναγωνιστή. συναγωνιστικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ.: 1: συναγωνισ- (συναγωνίζομαι) -τικός· 2: συναγωνιστ(ής) -ικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συναγωνιστικότητα η [sinaγonistikótita] Ο28 : η ιδιότητα του συναγωνιστικού1.

[λόγ. συναγωνιστικ(ός)1 -ότης > -ότητα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες