Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συμποσίαρχος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συμποσίαρχος ο [simbosíarxos] Ο19 : στην αρχαία Ελλάδα, αυτός που είχε την ευθύνη της οργάνωσης του συμποσίου και της τήρησης των κανόνων που ίσχυαν για τα συμπόσια.

[λόγ. < αρχ. συμποσίαρχος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες