Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συμβάλλω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συμβάλλω [simválo] -ομαι Ρ πρτ. συνέβαλλα, αόρ. συνέβαλα, απαρέμφ. συμβάλει, παθ. αόρ. συμβλήθηκα, γ' πρόσ. (λόγ., σπάν.) και συνεβλήθη, συνεβλήθησαν, απαρέμφ. συμβληθεί, μππ. συμβεβλημένος* και (σπάν.) συμβλημένος : I1.παίρνω μέρος, συμμετέχω με οποιονδήποτε τρόπο στην επίτευξη ενός κοινού σκοπού ή στη διαμόρφωση μιας κατάστασης: Στο χτίσιμο της εκκλησίας έχουν συμβάλει όλοι με προσωπική εργασία και με χρηματικές προσφορές. H απομάκρυνση των ρυπογόνων βιομηχανιών συνέβαλε αποφασιστικά στην εξυγίανση του περιβάλλοντος. 2. για κτ. που διατρέχει μια επιφάνεια και που ενώνεται σε ένα σημείο με κτ. ομοειδές: Ο Λάδωνας συμβάλλει στον Aλφειό. Στο σημείο όπου συμβάλλουν οι δύο δρόμοι υψώνεται ένα μνημείο. II. (παθ.) κάνω συμφωνία με κπ., που συνήθ. την επικυρώνω με συμβόλαιο: Ο εργολάβος έχει συμβληθεί με το δημόσιο. Οι γιατροί συμβάλλονται με τα ταμεία υγείας των εργαζομένων. Tα συμβαλλόμενα μέρη, αυτοί που συνάπτουν τη συμφωνία. || (ως ουσ.) οι συμβαλλόμενοι: Οι συμβαλλόμενοι υπέγραψαν το συμφωνητικό / το συμβόλαιο.

[λόγ. < αρχ. συμβάλλω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες