Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συγγένεια
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συγγένεια η [singénia] Ο27 : 1.ο κοινωνικός δεσμός μεταξύ προσώπων που συνδέονται με βιολογική ή με θεσμική σχέση: ~ εξ αίματος* / εξ αγχιστείας*. ~ πρώτου / δεύτερου / τρίτου βαθμού. Kοντινή / στενή / μακρινή ~. Έχουν το ίδιο επώνυμο αλλά δεν έχουν μεταξύ τους καμιά ~. Συστήματα / δομές συγγένειας. Θετή / πολιτική ~, που δημιουργείται με νομική πρά ξη, π.χ. υιοθεσία. Πνευματική ~, που δημιουργείται κατά τη βάφτιση μεταξύ νονού και βαφτισιμιού. Ευθύγραμμη / πλασματική / πλάγια ~. 2. κάθε είδους σχέση που υπάρχει ή που δημιουργείται ανάμεσα σε πρόσω πα, σε πράγματα ή σε καταστάσεις με βάση την ομοιότητα ή την κοινότητα της προέλευσης, των χαρακτηριστικών ή των ιδιοτήτων τους: Συνδέονται με ιδεολογική / πνευματική / ψυχική ~. Οι λατινογενείς γλώσσες έχουν υψηλό βαθμό συγγένειας. || (χημ.) Xημική ~, η τάση των χημικών στοιχείων να ενώνονται μεταξύ τους και να σχηματίζουν χημικές ενώσεις· η δύναμη που συγκρατεί ενωμένα τα άτομα σε μια χημική ένωση. Εκλεκτικές* συγγένειες.

[λόγ. < αρχ. συγγένεια `δεσμός εξ αίματος, οικογένεια΄ & σημδ. γαλλ. parenté]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες