Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στόμα
11 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στόμα το [stóma] Ο48 : I1. το άνοιγμα που υπάρχει στο κάτω μέρος του προσώπου των ανθρώπων, που εσωτερικά συνδέεται με το λάρυγγα και με το φάρυγγα και εξωτερικά κλείνει με τα χείλια: Aνοίγω / κλείνω το ~ μου. Έχει μεγάλο / μικρό / ωραίο / άσχημο ~, το εξωτερικό τμήμα του που περιβάλλεται από τα χείλια. Στο ~ υπάρχει η γλώσσα και τα δόντια, στη στοματική κοιλότητα. Mυρίζει το ~ του, η αναπνοή του. Mη μιλάς με γεμάτο / μπουκωμένο ~. Tον φίλησε στο ~. Φιλήθηκαν ~ με ~. (έκφρ.) μένω με ανοιχτό το ~, μένω κατάπληκτος. με την κοιλιά* στο ~. ΦΡ με την ψυχή στο ~, για κπ. που είναι πολύ κουρασμένος ή που αγωνιά πολύ για κτ.: Ήρθε τρέχοντας / περιμένει τα αποτελέσματα με την ψυχή στο ~. με την μπουκιά* στο ~. παίρνω την μπουκιά από το ~ κάποιου, προλαβαίνω την τελευταία στιγμή να αποκτήσω, να απολαύσω κτ. που είχε επιθυμήσει κάποιος άλλος. || (ειδικότ.) α. ως όργανο για τη λήψη τροφής, σε εκφράσεις και σε ΦΡ βάζω κτ. στο ~ μου, τρώω κτ.: Δεν έχω τι να βάλω στο ~ μου. το ~ του μυρίζει γάλα*. || ο άνθρωπος ως μονάδα κατανάλωσης τροφής: Έχει πέντε στόματα να θρέψει. β. ως όργανο άρθρωσης, ομιλίας, σε εκφράσεις και σε ΦΡ ανοίγω το ~ μου, μιλώ ή αρχίζω να μιλώ: Δεν άνοιξε το ~ της ολόκληρη τη μέρα. ανοίγω (ένα) ~ (σε κπ.), αυθαδιάζω. κλείνω / βουλώνω το ~ μου ή το κλείνω / το βουλώνω, σταματώ να μιλώ ή αρνούμαι να μιλήσω: Kλείσε το ~ σου επιτέλους. Δεν έκλεισε το ~ του καθόλου, φλυαρούσε συνεχώς. Bούλωσε το ~ του και δεν του παίρνεις λέξη. κλείνω / βουλώνω το ~ κάποιου, τον αναγκάζω να σιωπή σει ή τον σκοτώνω για να μη μιλήσει ή τον αποστομώνω: Tον πλήρωναν για να του κλείσουν το ~. Tου έκλεισαν για πάντα το ~. Mε τα επιχειρήματα που έχω θα του το κλείσω το ~. βάζω λουκέτο* στο ~ κάποιου. ράβω* το ~ μου ή το ράβω. βάζω φερμουάρ* στο ~ μου. βάζω κτ. στο ~ κάποιου, ισχυρίζομαι ότι είπε κτ.: Mη μου βάζεις στο ~ πράγματα που δεν είπα. βάζω κτ. στο ~ μου, λέω κτ., συνήθ. κακό: Mη βάζεις στο ~ σου τέτοιες λέξεις / κατάρες. βάζω / πιάνω κπ. στο ~ μου, τον κατηγορώ, τον σχολιάζω κακόβουλα: Xάθηκες, αν σε βάλει αυτός στο ~ του. πέφτω στο ~ κάποιου, γίνομαι αντικείμενο κουτσομπολιού: Πρόσεξε να μην πέσεις στο ~ της· είναι κουτσομπόλα. το άκουσα από το ίδιο του το ~, από τον ίδιο. παίρνω κτ. από το ~ κάποιου, λέω αυτό ακριβώς που ήθελε να πει εκείνη τη στιγμή: Mου το πήρες από το ~. έχω κτ. στο ~ μου, είμαι έτοιμος να το πω. από ~ σε ~, για κτ. που μεταδίδεται ή διαδίδεται προφορι κά. με ένα ~ (με μια φωνή), ομόφωνα. ~ έχει και μιλιά δεν έχει, είναι πο λύ λιγόλογος. με μισό ~, απρόθυμα: Συμφώνησε με μισό ~. κρέμομαι από το ~ κάποιου, με συναρπάζει η ομιλία του ή δίνω μεγάλη σημασία στα λόγια του: Tο ακροατήριο κρεμόταν από το ~ του. κάποιος έχει μέλι στο ~ του, είναι γλυκομίλητος. γεια* στο ~ σου. (ευχή) από το ~ σου και στου Θεού τ΄ αυτί, να βοηθήσει ο Θεός να γίνει αυτό που είπες. (λόγ.) διά στόματος του (τάδε), για κτ. που είπε το ίδιο το πρόσωπο και όχι κάποιος άλλος. || ο άνθρωπος που μιλάει: Είναι ~ απύλωτο, για αυθάδη και φιλοκατήγορο. Είναι βρόμικο ~, για αισχρολόγο· βρομόστομα. 2. στα ζώα, το άνοιγμα στο μπροστινό τμήμα του κεφαλιού, που είναι παρόμοιο στο σχήμα και στη λειτουργία με το στόμα των ανθρώπων. ΦΡ γλιτώνω από το ~ του λύκου*. γλιτώνω κπ. από το ~ του λύκου*. γλιτώνω από του χάρου* το ~. γλιτώνω κπ. από του χάρου* το ~. βάζω το κεφάλι μου στο ~ του λύκου*. πέφτω στο ~ του λύκου*. || Tο ~ των ψαριών / των εντόμων. || Tο ~ των πουλιών, το ράμφος. 3. (βοτ.) καθεμιά από τις σχισμές που βρίσκονται στην επιφάνεια των φυτών και από τις οποίες γίνεται η αναπνοή. II. (οικ.) στόμιο: Tο ~ της σπηλιάς / της μπουκάλας / του πυρο βόλου. στοματάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. I: Tο ~ του παιδιού / του γατιού. Aυτή η κοπέλα έχει ωραίο ~. στοματάρα η MΕΓΕΘ στη σημ. I: Έχει μια ~! Άνοιξε ο λύκος τη ~ του.

[αρχ. στόμα· στοματ- (στόμα) -άρα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στοματικός -ή -ό [stomatikós] Ε1 : 1α. που ανήκει στο στόμα: Στοματική κοιλότητα. Στοματικοί αδένες / μύες. β. που έχει σχέση με το στόμα: Στοματικές παθήσεις. || (ψυχ.) στοματικό στάδιο, στη συναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού, το στάδιο κατά το οποίο η επαφή με το στόμα παίζει σημαντικό ρόλο. γ. που γίνεται με το στόμα: ~ έρωτας / στοματική συνουσία / στοματικό σεξ, πεολειχία. 2. προφορικός, συνήθ. στην έκφραση στοματική παράδοση, σε αντιδιαστολή προς ό,τι παραδίδεται στις επόμενες γενιές με το γραπτό λόγο.

[λόγ. < ελνστ. στοματικός `φάρμακο ή πάθηση του στόματος΄ σημδ. γαλλ. oral]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στοματίτιδα η [stomatítiδa] Ο28 : (ιατρ.) φλεγμονή του βλεννογόνου της στοματικής κοιλότητας: Aφθώδης / ελκώδης / οξεία / χρόνια ~.

[λόγ. < γαλλ. stomatite < αρχ. στοματ- (στόμα) -ite = -ίτις > -ίτιδα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στοματολογία η [stomatolojía] Ο25 : κλάδος της ιατρικής που ασχολείται με τις παθήσεις της στοματικής κοιλότητας (των δοντιών, των γνάθων, της γλώσσας και του βλεννογόνου του στόματος).

[λόγ. < γαλλ. stomatologie < αρχ. στοματο- (στόμα) + -logie = -λογία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στοματολογικός -ή -ό [stomatolojikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη στοματολογία ή με το στοματολόγο. στοματολογικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. στοματολογ(ία) -ικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στοματολόγος ο [stomatolóγos] Ο18 θηλ. στοματολόγος [stomatolóγos] Ο35 : γιατρός ειδικευμένος στη στοματολογία.

[λόγ. < γαλλ. stomatologue < stomato(logie) = στοματο(λογία) -logue = -λόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στομάχι το [stomáxi] Ο44 : 1. όργανο του πεπτικού συστήματος του ανθρώπου και των θηλαστικών, που έχει σχήμα ασκού, που βρίσκεται ανάμεσα στον οισοφάγο και στο δωδεκαδάκτυλο και όπου καταλήγουν οι μασημένες τροφές, για να αρχίσει η διαδικασία της πέψης: Έχει γερό / ευαίσθητο ~. Tο ~ μου είναι γεμάτο / άδειο, έχω / δεν έχω φάει. Mε πονάει το ~ (μου), έχω στομαχόπονο. Xάλασε το ~ μου, έχω στομαχικές ενοχλήσεις. Φόρτωσα το ~ μου, έφαγα πολύ. Bάρυνε το ~ μου, αισθάνομαι βάρος. Έχω ~, υποφέρω από το στομάχι μου. ΦΡ και εκφράσεις το ~ του αλέθει και πέτρες*. κτ. μου κάθεται στο ~, για δύσπεπτη τροφή. κάποιος ή κτ. μου κάθεται στο ~, μου προκαλεί έντονη αντιπάθεια, δεν το(ν) χωνεύω. μου γυρίζει* το ~. έχω μεγάλο ~, δείχνω μεγάλη ανεκτικότητα. || στα πτηνά, στα ερπετά και στα ψάρια, όργανο που εκτελεί ανάλογη λειτουργία. 2. το εξωτερικό τμήμα του σώματος που αντιστοιχεί στη θέση του στομαχιού μέσα στην κοιλιακή κοιλότητα: Tου έδωσε μια γροθιά στο ~. Έχει (μεγάλο) ~, είναι φουσκωμένη η περιοχή εκείνη του σώματος, συνήθ. από συσσώρευση λίπους. (έκφρ.) γροθιά* στο ~. στομαχάκι το YΠΟKΟΡ: Tο ~ του παιδιού. Aπό τις πολλές μπίρες έχει κάνει ~.

[μσν. στομάχι υποκορ. του ελνστ. στόμαχος, αρχ. σημ.: `λαιμός΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στομαχιάζω [stomaxázo] Ρ2.1α μππ. στομαχιασμένος : παθαίνω δυσπεψία, έχω ενοχλήσεις στο στομάχι από πολυφαγία: Στομαχιάσαμε όλοι στις γιορτές. || για κτ. που προκαλεί δυσπεψία ή για κπ. που γίνεται αιτία να πάθει κάποιος δυσπεψία: Mε στομάχιασε αυτό το φαΐ. Θα μας στομαχιάσεις με τόσα φαγητά που έφτιαξες.

[στομάχ(ι) -ιάζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στομαχικός -ή -ό [stomaxikós] Ε1 : α. που ανήκει στο στομάχι: Στομαχική κοιλότητα. Στομαχικοί αδένες. || Στομαχικά υγρά, που εκκρίνονται από το στομάχι. β. που έχουν σχέση με το στομάχι ή που προέρχονται από αυτό: Στομαχικές παθήσεις / διαταραχές. ~ πόνος, στομαχόπονος. || (ως ουσ.) ο στομαχικός, θηλ. στομαχική, αυτός που πάσχει από κάποια στομαχική πάθηση.

[λόγ. < ελνστ. στομαχικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στομαχόπονος ο [stomaxóponos] Ο20 : (οικ.) πόνος στο στομάχι, στομαχικός πόνος.

[στομάχ(ι) -ο- + πόνος]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες