Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στρουθοκάμηλος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στρουθοκάμηλος η [struθokámilos] Ο36 : μεγαλόσωμο πτηνό δρομέας με μακρύ λαιμό, ψηλά πόδια και μικρά φτερά, που ζει κυρίως στην Aφρι κή: Kαπέλο στολισμένο με φτερά στρουθοκαμήλου. || (μτφ.): Aκολουθώ / εφαρμόζω πολιτική / τακτική στρουθοκαμήλου, ενεργώ αρνούμενος να δω ή προσποιούμενος ότι δε βλέπω (υπαρκτό) κίνδυνο, όπως η στρουθοκάμηλος, που κρύβει το κεφάλι της για να αποφύγει έναν κίνδυνο, έναν εχθρό.

[λόγ. < ελνστ. στρουθοκάμηλος ὁ, ἡ (μτφ.: δες στο στρουθοκαμηλισμός)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες