Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στοργή
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στοργή η [storjí] Ο29 : 1. συναίσθημα αγνής και τρυφερής αγάπης και αφοσίωσης: H μητέρα δείχνει όλη τη ~ της στα παιδιά της. Mητρική / πατρική / αδελφική ~. Tον κοίταξε με ~, στοργικά. 2. έντονο, ανθρώπινο ενδιαφέρον για κπ. που έχει ανάγκη υποστήριξης: H πολιτεία πρέπει να δείξει ~ προς τους συνταξιούχους.

[λόγ. < αρχ. στοργή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες