Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στατήρ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στατήρας ο [statíras] Ο2 : 1. είδος ζυγού· καντάρι1. 2. παλαιά μονάδα βάρους που ήταν ίση με σαράντα τέσσερις (44) οκάδες· καντάρι2. 3. ονομασία διάφορων αρχαίων νομισμάτων: Aττικός / βοιωτικός ~.

[λόγ. < αρχ. στατήρ, αιτ. -ῆρα `μονάδα βάρους, επίσημο νόμισμα΄ (1: σημδ. γαλλ. statère < λατ. stater (στη νέα σημ.) < αρχ. στατήρ)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες