Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σταν
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στάνη η [stáni] Ο30α : περιφραγμένος χώρος που χρησιμοποιείται για τη φύλαξη αιγοπροβάτων κατά τη διάρκεια της νύχτας.

[ελνστ. *στάνη (πρβ. ελνστ. βουστάνη `στάβλος για βόδια΄)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στανικός -ή -ό [stanikós] Ε1 : (λαϊκότρ.) που γίνεται διά της βίας, με το στανιό. στανικά ΕΠIΡΡ.

[μσν. στανικός < σταν(ιό) -ικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στανιό το [stanó] Ο38 : (προφ.) στις εκφράσεις με το ~, ασκώντας πίεση επάνω σε κπ., επιμένοντας φορτικά· ΣYN έκφρ. με το ζόρι: Ήθελε να φύγει, αλλά τον κράτησα με το ~. Tην πάντρεψαν με το ~. (υβρ.) γαμώ το ~ σου.

[μσν. στανιό ίσως < αρχ. ἀσθενῶς `χωρίς δύναμη΄ με νέα ανάλυση α- 1 σθενώς και ανομ. τρόπου άρθρ. [sθ > st] ή < στενεύω `ζορίζω΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στάνταρ το [stándar] Ο (άκλ.) : σταθερό, αμετάβλητο μέγεθος, ποσότητα κτλ. 1. (ως ουσ.) α. (συνήθ. πληθ.) οι προδιαγραφές: ~ των εισαγωγικών εξετάσεων είναι πολύ υψηλά. Mε τα δικά σου ~. β. η σίγουρη πρόβλεψη, κυρίως όταν πρόκειται για αθλητικούς αγώνες: Yπάρχει περίπτωση να ανατραπούν πολλά ~. 2. (ως επίθ.) ~ τιμές. ~ ύψος. 3. (ως επίρρ.) σίγουρα: Tο παίζω ~.

[λόγ. < αγγλ. standard]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες