Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σταβλίτης ο [stavlítis] Ο10 : παλαιότερη ονομασία για τον εργαζόμενο σε στάβλο ζώων.
[λόγ. στάβλ(ος) -ίτης (πρβ. ελνστ. σταβλίτης `αξιωματούχος σε ταχυδρομικό σταθμό΄)]