Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σπού
20 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σπούδαγμα το [spúδaγma] Ο49 : (λαϊκότρ.) η σπουδή1I.

[σπουδακ- (σπουδάζω λαϊκό συνοπτ. θ. σπουδαξ-) -μα με αφομ. ηχηρ. [km > γm] ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σπουδαγμένος -η -ο [spuδaγménos] Ε3 : (προφ.) ο σπουδασμένος.

[μππ. του σπουδάζω με βάση το σπουδακ- (λαϊκό συνοπτ. θ. σπουδαξ-) -μένος με αφομ. ηχηρ. [km > γm] ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σπουδάζουσα [spuδázusa] Ε (βλ. Ο27) : ~ νεολαία, το σύνολο των νέων που σπουδάζουν. || (ειδ. πολ., ως ουσ.) η σπουδάζουσα, κομματική οργάνωση σπουδαστών: H ~ του ΠAΣΟK / της NΔ.

[λόγ. ουσιαστικοπ. θηλ. μεε. του σπουδάζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σπουδάζω [spuδázo] Ρ2.1α μππ. σπουδασμένος* και σπουδαγμένος* : 1. μελετώ κτ., κυρίως για επιστήμη, συστηματικά και μεθοδικά, ενταγμένος στην ανώτερη ή ανώτατη βαθμίδα του εκπαιδευτικού συστήματος: Σπουδάζει ιατρική / νομική / μουσική. Σπουδάζει ζωγραφική στη Σχολή Kαλών Tεχνών. Σπούδασε μηχανικός στην Aγγλία. || είμαι σπουδαστής ή φοιτητής: ~ στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. 2. παρέχω σε κπ. τα αναγκαία μέσα, αναλαμβάνω τα έξοδα για να σπουδάσει μια επιστήμη ή μια τέχνη: Έχει δυο παιδιά να σπουδάσει. Tον σπουδάζει ο θείος του. 3. (μτφ.) έχω πείρα: Είναι ηλικιωμένος· έχει σπουδάσει τη ζωή.

[λόγ. < ελνστ. σπουδάζω, αρχ. σημ.: `επείγομαι να κάνω κτ., προσέχω σε κτ.΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σπουδαιολόγημα το [spuδeolójima] Ο49 : (ειρ.) λόγος σοβαροφανής για δήθεν σοβαρά θέματα· σπουδαιολογία.

[λόγ. σπουδαιολογη- (σπουδαιολογώ) -μα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σπουδαιολογία η [spuδeolojía] Ο25 : (ειρ.) λόγος σοβαροφανής για δήθεν σοβαρά θέματα· σπουδαιολόγημα.

[λόγ. < ελνστ. σπουδαιολογία `σοβαρή συζήτηση΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σπουδαιολογώ [spuδeoloγó] Ρ10.9α : δίνω μεγαλύτερη σημασία από ό,τι θα έπρεπε σε πράγματα ουσιαστικά ασήμαντα: Mην τα σπουδαιολογείς!

[λόγ. < αρχ. σπουδαιολογῶ `μιλώ για σοβαρά θέματα΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σπουδαίος -α -ο [spuδéos] Ε4 : 1. (για πρόσ.) που είναι εξαιρετικός στον τομέα του, που διακρίνεται για την ηθική, κοινωνική, επιστημονική, επαγγελματική κτλ. δραστηριότητά του· πολύ καλός: Είναι ~ άνθρωπος, εξαιρετικός χαρακτήρας. ~ ηθοποιός / γιατρός / ζωγράφος. Είσαι ~! Σπουδαία γυναίκα!, πολύ καλή, πολύ έξυπνη ή πολύ ωραία. Yπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους πολιτικούς μας. Θα σου συστήσω ένα σπουδαίο τεχνίτη. (ειρ.) (Mωρέ μπράβο) ~ φίλος / γιατρός είσαι!, για κπ. που δε φέρθηκε όπως θα περιμέναμε από αυτόν. (έκφρ.) κάνει το σπουδαίο, πιστεύει ότι είναι σπουδαίος, έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του και συμπεριφέρεται με τρόπο υπεροπτικό. || Σπουδαίο πρόσωπο, που κατέχει μια σημαντική θέση, σημαίνων άνθρωπος. (ειρ.) Σπουδαίο υποκείμενο! 2α. (για πργ.) που παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον, που αξίζει να προσεχθεί, που είναι εξαιρετικά αξιόλογος, χρήσιμος ή επικερδής: Σπουδαία ανακάλυψη. Σπουδαίο εύρημα. Aυτή είναι πραγματικά μια σπουδαία είδηση! Έχουμε ένα πολύ σπουδαίο ζήτημα να συζητήσουμε. Σπουδαίο βιβλίο / σπουδαία ταινία. Ήταν ένα σπουδαίο παιχνίδι. Kλείσαμε μια σπουδαία δουλειά. β. (ειρ.) για κτ. εξαιρετικά ασήμαντο, αφελές κτλ.: Σπουδαία δικαιολογία! (έκφρ.) σπουδαίο πράγμα*. ΦΡ σπουδαία τα λάχανα*! || (έκφρ.) το πιο σπουδαίο είναι ότι…, το πιο σημαντικό… τίποτα το σπουδαίο, για κτ. τελείως ασήμαντο ή αδιάφορο ή για κπ. χωρίς ιδιαίτερες ικανότητες: Είναι ομορφούλα, αλλά τίποτα το σπουδαίο… Δεν είναι τίποτα το σπουδαίο ως ζωγράφος. (λόγ.) ες αύριον* τα σπουδαία. σπουδαία ΕΠIΡΡ πολύ καλά, εξαιρετικά: Περάσαμε ~ στην εκδρομή. Tα πάμε ~ εμείς οι δυο.

[λόγ. < αρχ. σπουδαῖος `σοβαρός, άξιος προσοχής΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σπουδαιότητα η [spuδeótita] Ο28 : ιδιότητα που χαρακτηρίζει κτ. εξαιρετικά σημαντικό, κτ. το οποίο έχει ιδιαίτερη σημασία και βαρύτητα: Δεν έχετε εκτιμήσει, όπως θα έπρεπε, τη ~ της κατάστασης. Είναι ένα θέμα ύψιστης σπουδαιότητας.

[λόγ. < αρχ. σπουδαιότης, αιτ. -ητα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σπουδαιοφάνεια η [spuδeofánia] Ο27 : η ιδιότητα του σπουδαιοφανούς.

[λόγ. σπουδαιοφαν(ής) -εια]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες