Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σπουδαίος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σπουδαίος -α -ο [spuδéos] Ε4 : 1. (για πρόσ.) που είναι εξαιρετικός στον τομέα του, που διακρίνεται για την ηθική, κοινωνική, επιστημονική, επαγγελματική κτλ. δραστηριότητά του· πολύ καλός: Είναι ~ άνθρωπος, εξαιρετικός χαρακτήρας. ~ ηθοποιός / γιατρός / ζωγράφος. Είσαι ~! Σπουδαία γυναίκα!, πολύ καλή, πολύ έξυπνη ή πολύ ωραία. Yπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους πολιτικούς μας. Θα σου συστήσω ένα σπουδαίο τεχνίτη. (ειρ.) (Mωρέ μπράβο) ~ φίλος / γιατρός είσαι!, για κπ. που δε φέρθηκε όπως θα περιμέναμε από αυτόν. (έκφρ.) κάνει το σπουδαίο, πιστεύει ότι είναι σπουδαίος, έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του και συμπεριφέρεται με τρόπο υπεροπτικό. || Σπουδαίο πρόσωπο, που κατέχει μια σημαντική θέση, σημαίνων άνθρωπος. (ειρ.) Σπουδαίο υποκείμενο! 2α. (για πργ.) που παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον, που αξίζει να προσεχθεί, που είναι εξαιρετικά αξιόλογος, χρήσιμος ή επικερδής: Σπουδαία ανακάλυψη. Σπουδαίο εύρημα. Aυτή είναι πραγματικά μια σπουδαία είδηση! Έχουμε ένα πολύ σπουδαίο ζήτημα να συζητήσουμε. Σπουδαίο βιβλίο / σπουδαία ταινία. Ήταν ένα σπουδαίο παιχνίδι. Kλείσαμε μια σπουδαία δουλειά. β. (ειρ.) για κτ. εξαιρετικά ασήμαντο, αφελές κτλ.: Σπουδαία δικαιολογία! (έκφρ.) σπουδαίο πράγμα*. ΦΡ σπουδαία τα λάχανα*! || (έκφρ.) το πιο σπουδαίο είναι ότι…, το πιο σημαντικό… τίποτα το σπουδαίο, για κτ. τελείως ασήμαντο ή αδιάφορο ή για κπ. χωρίς ιδιαίτερες ικανότητες: Είναι ομορφούλα, αλλά τίποτα το σπουδαίο… Δεν είναι τίποτα το σπουδαίο ως ζωγράφος. (λόγ.) ες αύριον* τα σπουδαία. σπουδαία ΕΠIΡΡ πολύ καλά, εξαιρετικά: Περάσαμε ~ στην εκδρομή. Tα πάμε ~ εμείς οι δυο.

[λόγ. < αρχ. σπουδαῖος `σοβαρός, άξιος προσοχής΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες