Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπάραγμα το [spáraγma] Ο49 : 1. βίαιη και απότομη σπασμωδική κίνηση του σώματος, που εκδηλώνεται ως αποτέλεσμα ψυχικού (ή και σωματικού) πόνου, θλίψης κτλ.· (πρβ. σφάδασμα, σπαραγμός): Σπάραγμα πόνου. 2α. (ειδ.) κομμάτι παλαιού χειρογράφου ή περγαμηνής, που περιέχει μικρό και κολοβό απόσπασμα κειμένου: Σπαράγματα περγαμηνών κωδίκων. β. (μτφ.) αποσπασματική, μη ολοκληρωμένη ή τελειωμένη έκφραση λογοτεχνικής ή καλλιτεχνικής έμπνευσης: Στίχοι κομμένοι απότομα, ανολοκλήρωτοι, σπαράγματα ποιητικά μιας ψυχής που πόνεσε.
[λόγ. < αρχ. σπάραγμα]