Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκληρός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκληρός -ή -ό [sklirós] Ε1 : ANT μαλακός. 1. του οποίου η σύσταση είναι συμπαγής και γι΄ αυτό παρουσιάζει μεγάλη αντίσταση σε κάθε πίεση: Yλικό σκληρό σαν πέτρα / σαν ατσάλι. Σκληρό περίβλημα. Σκληρό εξώφυλλο. Σκληρό δέσιμο, σε βιβλίο· σχετική έννοια, σε αντίθεση: α. προς την ύπαρξη ενός μαλακότερου είδους: Σκληρό σιτάρι. Σκληρή φέτα. Σκλη ρό στρώμα / μαξιλάρι. Σκληρό μολύβι. Σκληρό πακέτο (τσιγάρων). Σκλη ρό καπέλο, με σκληρό τεπέ. Σκληρό κολάρο. || Σκληροί φακοί (επαφής). ~ δίσκος* (στον ηλεκτρονικό υπολογιστή). Σκληρό νερό*. β. προς αυτό το οποίο θεωρούμε επιθυμητό: Σκληρό κρέας, που δεν ψήνεται και δε μασιέται εύκολα. Σκληρό δέρμα. Σκληρά μαλλιά, τραχιά στην αφή. || Σκλη ρό φως. Σκληρό χρώμα. 2. (μτφ., συνήθ. για πρόσ.) α. που τον χαρακτηρίζει η έλλειψη ανθρώπινης συμπόνοιας, αγάπης και καλοσύνης: ~ άνθρωπος. ~ ηγεμόνας / κυβερνήτης. Δεν πρέπει να είμαστε σκληροί με τα ζώα. || που εκφράζει την έλλειψη συμπόνοιας, καλοσύνης, επιείκειας: Σκληρό βλέμμα. Mου μίλησε με σκληρή γλώσσα. H ζωή είναι πολύ σκλη ρή. || Είναι σκληρό να ξενιτεύεσαι. β. που δείχνει μεγάλη αντοχή στις δύσκολες και αντίξοες συνθήκες: Είναι πολύ ~ στον πόνο. Xρειάζεται σκλη ρή δουλειά για να προχωρήσουμε. ~ άντρας και ειρωνικά σκληρό αντρά κι. ΦΡ σκληρό καρύδι*. || (ως ουσ.) ο σκληρός: Ο ~ του γαλλικού σινεμά. Παίζει συνήθως ρόλους σκληρών. γ. για κπ. που δεν υποχωρεί εύκολα ή για κτ. που γίνεται με πείσμα και αποφασιστικότητα: Είναι ~ διαπραγματευτής. H κυβέρνηση κράτησε σκληρή στάση στο θέμα της απεργίας. Σκληρή μάχη / αναμέτρηση. Ο ανταγωνισμός είναι πολύ ~. || Ο ~ πυρήνας*. || Σκληρό νόμισμα*. δ. που είναι δυσάρεστος, επιβλαβής σε σχέση προς τον αποδέκτη: ~ νόμος. Σκληρή τιμωρία. Σκληρά μέτρα. Σκληρή κριτική. || Σκληρά ναρκωτικά, πολύ ισχυρά, που η επίδρασή τους είναι ιδιαίτερα βλαπτική. Σκληρό πορνό. σκληρούτσικος -η -ο YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. σκληρά ΕΠIΡΡ στη σημ. 2: Mου φέρθηκε πολύ ~. Εργάστηκε ~ και ευσυνείδητα.

[αρχ. σκληρός· σκληρ(ός) -ούτσικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες