Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκέπασμα το [sképazma] Ο49 : 1. η ενέργεια του σκεπάζω. 2α. εκείνο με το οποίο καλύπτουμε ένα άνοιγμα· το καπάκι: Bάλε το ~ στην κατσαρό λα. Tο ~ του πηγαδιού έλειπε. Πού είναι το ~ του μπουκαλιού; β. κλινο σκέπασμα, συνήθ. κουβέρτα ή πάπλωμα: Δεν έχω αρκετά σκεπάσματα για όλους. Ρίξε μου ένα ~ ακόμα!
[αρχ. σκέπασμα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκεπαστός -ή -ό [skepastós] Ε1 : για χώρο που προστατεύεται από σκεπή: Σκεπαστή βεράντα. || (ως ουσ.) το σκεπαστό, είδος υπόστεγου.
[ελνστ. σκεπαστός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκέπαστρο το [sképastro] Ο40 : ελαφριά συνήθ. κατασκευή με την οποία προστατεύεται ένας ανοιχτός χώρος: Tο ~ του μπαλκονιού. ~ στο γήπεδο.
[λόγ. < ελνστ. σκέπαστρον]