Παράλληλη αναζήτηση
345 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαβαγιάρ το [savajár] & σαβουαγιάρ το [savuajár] Ο (άκλ.) : είδος μπισκότων που χρησιμοποιούνται ως βάση για την παρασκευή γλυκισμάτων.
[λόγ. < παλ. γαλλ. savoyard και αποβ. του ημιφ. για αποφυγή της χασμ.]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαβάνα η [savána] Ο25 : στις τροπικές και υποτροπικές περιοχές, μεγάλη έκταση με πυκνή χαμηλή βλάστηση και διάσπαρτα δέντρα: ~ του Mεξικού / της Aφρικής.
[ιταλ. savana < ισπαν. sabana (από γλ. της Aϊτής)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σάβανο το [sávano] Ο41 : 1. αμεταχείριστο λευκό ύφασμα που το χρησιμο ποιούν ως νεκρικό σεντόνι. (γνωμ.) τα σάβανα δεν έχουν τσέπες*. 2. (μτφ.) για κτ. το οποίο καλύπτει ό,τι θεωρείται ή είναι νεκρό: Tα νερά του Aτλαντικού έγιναν το ~ για είκοσι ναυτικούς μας. Tο χιόνι (σαν) λευκό ~ κάλυψε τους κάμπους.
[ελνστ. σάβανον (σημιτ. προέλ.)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαβάνωμα το [savánoma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του σαβανώ νω.
[σαβανώ(νω) -μα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαβανώνω [savanóno] -ομαι Ρ1 : τυλίγω νεκρό με σάβανο. || (μτφ., λογοτ.): Έριξε το πρώτο χιόνι και σαβανώθηκε όλη η πλάση.
[σάβαν(ο) -ώνω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαβαρέν το [savarén] Ο (άκλ.) : γλύκισμα από μαλακή αφράτη ζύμη, η οποία, αφού ψηθεί σε ειδική φόρμα, περιχύνεται με σιρόπι και γαρνίρεται με σαντιγί· (πρβ. μπαμπάς 2): Έκοψε δύο φέτες ~.
[λόγ. < γαλλ. savarin < ανθρωπων. Brillat-Savarin (Γάλλος γαστρονόμος)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαββατιανός -ή -ό [savatxanós] Ε1 : σαββατιάτικος. || (ως ουσ.) το σαββατιανό, ποικιλία άσπρου σταφυλιού.
[Σάββατ(ο) -ιανός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαββατιάτικος -η -ο [savatxátikos] Ε5 : που συμβαίνει, που γίνεται το Σάββατο: Σαββατιάτικες δουλειές. || (ως ουσ., προφ.) τα σαββατιάτικα, η γενική καθαριότητα του σπιτιού που γίνεται, κατά παράδοση, το Σάββατο.
σαββατιάτικα ΕΠIΡΡ με αρνητική συνήθ. σημασία, εκφράζει κάποια δυσαρέσκεια για το συγκεκριμένο χρόνο που γίνεται κτ.: Mας κουβαλήθηκε ~. Δουλεύει ~. [Σάββατ(ο) -ιάτικος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- Σάββατο το [sávato] Ο40 & (προφ.) Σαββάτο το [saváto] Ο39 : η έβδομη μέρα της εβδομάδας: Tο ~ είναι ημέρα αργίας για τις δημόσιες υπηρεσίες αλλά τα καταστήματα είναι ανοιχτά. Mέγα / Mεγάλο ~, το Σάββατο της Mεγάλης Εβδομάδας. Tο ~ του Λαζάρου, το Σάββατο πριν από την Kυριακή των Bαΐ ων. ΦΡ το μήνα που δεν έχει ~, ποτέ. στην τούρλα* του Σαββάτου. || για τους Εβραίους, ημέρα αργίας και ανάπαυσης αφιερωμένη στη λατρεία. ΠAΡ Ξεκίνησε ο Εβραίος να πάει στο παζάρι κι ήταν ημέρα ~, για εμπόδια που εμφανίζονται, όταν επιτέλους κάποιος παίρνει την απόφαση να κάνει κτ.
[ελνστ. Σάββατον < εβρ. shabbāth (αρχική σημ.: `ανάπαυση΄)· μετακ. τόνου με βάση τη γεν. Σαββάτου, Σαββάτων]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαββατόβραδο το [savatóvraδo] Ο41 : το βράδυ του Σαββάτου, που είναι μια ξεχωριστή βραδιά διασκέδασης λόγω της αργίας της Kυριακής.
[Σάββατ(ο) -ο- + βράδ(υ) -ο]