Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρω
23 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρώγα η [róγa] Ο25 : 1.οι μικροί σφαιρικοί καρποί που αποτελούν το τσαμπί του σταφυλιού· ράγα21: Σε μια ~ από σταφύλι έπεσαν οκτώ σπουργίτια. ΠAΡ ΦΡ μάζευε κι ας είν΄ και ρώγες, και τα μικρά και ευτελή πράγματα ενδεχομένως να φανούν χρήσιμα στο μέλλον. 2. η θηλή του μαστού· ράγα22. 3. το εσωτερικό μέρος της άκρης των δαχτύλων.

[αρχ. ῥώξ, αιτ. ῥῶγα (στη σημ. 1)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρωγμή η [roγmí] Ο29 : α.επιμήκης σχισμή, με λίγο ή πολύ βάθος, σε μια στερεή επιφάνεια: Ο σεισμός προκάλεσε ρωγμές σε λίγα σπίτια. β. (μτφ.) διάσπαση, διακοπή μιας συνέχειας, μιας ενότητας: Οι μακρές παρεκβάσεις δημιουργούν ρωγμές στην αφήγηση.

[λόγ. < αρχ. ῥωγμή]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρωγοβύζι το [roγovízi] Ο44 : (λαϊκότρ.) η θηλή του μαστού. || θήλαστρο, μπιμπερό.

[ρώγ(α) -ο- + βυζ(ί) -ι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρωμαίικος -η -ο [roméikos] Ε5 : 1.που ανήκει ή που αναφέρεται στους Ρωμιούς, στους νεότερους Έλληνες· (πρβ. νεοελληνικός, ελληνικός): α. (ειρ., μειωτ.): Ρωμαίικα πράγματα. Ρωμαίικη τσαπατσουλιά. β. (σε προτάσεις που εκφράζουν πνεύμα εθνικής περηφάνιας): Ρωμαίι κο φιλότιμο / γλέντι. Ρωμαίικη παλικαριά. 2. (ως ουσ.) α. το ρωμαίικο, το νεοελληνικό κράτος και η κοινωνία με όλες τις αδυναμίες τους· (πρβ. ψωροκώσταινα): Ρωμαίικο είναι αυτό· δε φτιάχνεται με τίποτα. β. (προφ.) τα ρωμαίικα, η νεοελληνική γλώσσα, τα ελληνικά, συνήθ. σε εκφράσεις με επιτιμητικό ή απειλητικό περιεχόμενο, όπως: Kαταλαβαίνεις ρωμαίικα;, καταλαβαίνεις τι σου λέω;

[μσν. Ρωμαί(ος) `πολίτης του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους΄ -ικος < ελνστ. Ῥωμαῖος `πολίτης της Ρώμης΄ (δες και ρωμιός)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρωμαϊκός -ή -ό [romaikós] Ε1 : α.που ανήκει ή που αναφέρεται στην αρχαία Ρώμη ή στους Ρωμαίους· (πρβ. λατινικός): Ρωμαϊκή Aυτοκρατορία. ~ πολιτισμός. Ρωμαϊκή τέχνη / εποχή / ιστορία. ~ στρατός. Aνατολικό / Δυτικό Ρωμαϊκό κράτος. || Ρωμαϊκά ανάκτορα / μνημεία, της ρωμαϊκής εποχής. || Ρωμαϊκό δίκαιο, το σύνολο των κανόνων αστικού δικαίου που δημιουργήθηκε στην αρχαία Ρώμη, όπως διαμορφώθηκε κατά τη βυζαντινή εποχή. β. που ανάγει τις ρίζες του στη χριστιανική Ρώμη ή στο ρωμαϊκό κράτος: Ρωμαϊκή Εκκλησία, η Δυτική Xριστιανική Εκκλησία. || Aγία Ρωμαϊκή Aυτοκρατορία του Γερμανικού Έθνους.

[λόγ.: α: ελνστ. Ῥωμαϊκός `που αναφέρεται στους Ρωμαίους΄· β: σημδ. γαλλ. romain]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρωμαιοκαθολικός -ή -ό [romeokaθolikós] Ε1 : που ακολουθεί το δόγμα της Εκκλησίας της Ρώμης· καθολικός 2: ~ παπάς. || H Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Tο Ρωμαιοκαθολικό δόγμα. || (ως ουσ.) ο χριστιανός που ακολουθεί το δόγμα της Εκκλησίας της Ρώμης· καθολικός 2.

[λόγ. Ρωμαί(ος) -ο- + καθολικός 2 μτφρδ. αγγλ. Roman Catholic]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρωμαιοκρατία η [romeokratía] Ο25 : η ιστορική περίοδος της επικράτησης της κυριαρχίας της αρχαίας Ρώμης σε ορισμένη χώρα ή σε όλον τον τότε γνωστό κόσμο· (πρβ. κοσμοκρατορία της Ρώμης): H ~ στην Ελλάδα.

[λόγ. Ρωμαί(ος) -ο- + -κρατία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρωμαϊστής ο [romaistís] Ο7 : νομικός ειδικός στη μελέτη του ρωμαϊκού δικαίου.

[λόγ. ρωμα(ϊκόν δίκαιον) -ιστής (διαφ. το ελνστ. Ῥωμαϊστής `ηθοποιός λατινικών κωμωδιών΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρωμαλέος -α -ο [romaléos] Ε4 : που έχει ρώμη· εύρωστος, δυνατός: ~ νέος. Ρωμαλέο σώμα / κορμί. Ρωμαλέο άλογο. || (μτφ.): ~ λόγος.

[λόγ. < αρχ. ῥωμαλέος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρωμαλεότητα η [romaleótita] Ο28 : η ιδιότητα του ρωμαλέου.

[λόγ. ρωμαλέ(ος) -ότης > -ότητα]

< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες