Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρυά
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρυάκι το [riáki] Ο44 : μικρό αυλάκι νερού, συνήθ. από φυσική πηγή: Σταματήσαμε να φάμε δίπλα στο ~. Tο ~ που είχαμε δει να ξεκινάει από την πλαγιά του βουνού είχε γίνει ένας μικρός χείμαρρος.

[μσν. ρυάκι(ο)ν υποκορ. του αρχ. ῥύαξ `χείμαρρος΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες