Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ραιβός -ή -ό [revós] Ε1 : (ιατρ.) που έχει στραβά πόδια με τα γόνατα να αποκλίνουν και τα πέλματα να συγκλίνουν προς τα μέσα· στραβοπόδης, στραβοκάνης. ANT βλαισός. || (επέκτ.) για κάθε μέλος ή τμήμα του σώματος που συγκλίνει προς τα μέσα, στρεβλός: Ραιβοί αγκώνες.
[λόγ. < αρχ. ῥαιβός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ραιβοσκελής -ής -ές [revoskelís] Ε10 : (ιατρ.) που έχει κυρτά σκέλη, που έχει ραιβοσκελία.
[λόγ. < ελνστ. ῥαιβοσκελής]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ραιβοσκελία η [revoskelía] Ο25 : (ιατρ.) συγγενής ή επίκτητη δυσμορφία των κάτω άκρων κατά την οποία οι άξονες των σκελών διίστανται στο ύψος των γονάτων και συγκλίνουν στα πέλματα· (πρβ. ραιβοποδία).
[λόγ. ραιβοσκελ(ής) -ία]