Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρίζα
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρίζα η [ríza] Ο25 : 1.το τμήμα των φυτών που βρίσκεται μέσα στο έδαφος και παίρνει από αυτό ορισμένες ουσίες απαραίτητες για τη θρέψη: Οι ρίζες πολλών δέντρων φτάνουν σε μεγάλο βάθος. Bαθιές ρίζες. Bγάζω / ρίχνω ρίζες, ριζώνω. Kόβω (ένα φυτό) από τη ~ του. || φυτό, συνήθ. δέντρο, ως μονάδα: Έχει είκοσι ρίζες ελιές. 2. η βάση ενός οργάνου, η οποία μοιάζει σαν να είναι φυτεμένη σε ένα σώμα: Οι ρίζες των δοντιών / των τριχών / των μαλλιών / των νυχιών. || για τη βάση, το θεμέλιο πράγματος ακίνητου: Οι ρίζες του βουνού, οι πρόποδες, το ριζοβούνι. 3. ό,τι είναι η πρώτη αρχή, η βάση ή αιτία ενός πράγματος, γεγονότος, φαινομένου, κατάστασης κτλ.: Πρέπει να βρούμε τη ~ του κακού κι εκεί να το χτυπήσουμε. || Οι ρίζες του πολιτισμού μας. || (συνήθ. πληθ.) ο τόπος καταγωγής κάποιου προσώπου ή οι απώτεροι πρόγονοί του. 4. η μορφολογική μονάδα που αποτελεί το κοινό τμήμα διάφορων λέξεων και είναι φορέας της κύριας κοινής σημασίας τους (σε αντιδιαστολή προς τα προσφύματα και τις παραγωγικές καταλήξεις): Ελληνική / ινδοευρωπαϊκή / λατινική ~. H ~ μιας λέξης. 5. (μαθημ.) ο αριθμός ο οποίος, όταν πολλαπλασιαστεί με τον εαυτό του (μία ή περισσότερες φορές), δίνει δεδομένο αριθμό: H (τετραγωνική) ~ του 25 είναι το 5. H κυβική ~ του 27 είναι το 3. 6. (χημ.) σύμπλεγμα στοιχείων που διατηρείται αμετάβλητο σε διάφορες ενώσεις. ριζούλα η YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. ριζίδιο το YΠΟKΟΡ 1. (ανατ.) λεπτή ρίζα των νεύρων. 2. (βοτ.) α. μικρή και λεπτή ρίζα. β. το τμήμα του φυτικού εμβρύου από το οποίο διαμορφώνεται η ρίζα του φυτού.

[1-3: αρχ. ῥίζα· 4-6: λόγ. σημδ. γαλλ. racine ή γερμ. Wurzel· ρίζ(α) -ούλα· λόγ. ρίζ(α) υποκορ. -ίδιον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ριζά τα [rizá] Ο38 : (λαϊκότρ.) ~ του βουνού, οι ρίζες, οι πρόποδες.

[ρίζα κατά τα χαμηλά, τα ψηλά]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ριζάγρα η [rizáγra] Ο25α : (ιατρ.) οδοντιατρικό εργαλείο για την εξαγωγή των ριζών των δοντιών.

[λόγ. < ελνστ. ῥιζάγρα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ριζάρι το [rizári] Ο44 : φυτό που καλλιεργούνταν για την κόκκινη χρωστική ουσία που περιέχουν οι ρίζες του.

[μσν. ριζάριν < ελνστ. ῥιζάριον υποκορ. του αρχ. ῥίζ(α) -άριον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες