Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πόρπη η [pórpi] Ο30 : εξάρτημα, συχνά μεταλλικό, που ενώνει δύο άκρες (ζώνης, ιμάντα κτλ.), που κουμπώνει κτ. (ένδυμα, τσάντα κτλ.) ή που παίζει διακοσμητικό ρόλο (σε ρούχα, σε παπούτσια κτλ.): ~ τσάντας / ζώνης / παπουτσιού. Xρυσή / μεταλλική / σκαλιστή ~.
[λόγ. < αρχ. πόρπη]