Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πυρός
9 εγγραφές [1 - 9]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πυρός -ή -ό [pirós] Ε1 : (λογοτ.) πολύ ζεστός· πυρωμένος.

[πύρ(α) -ός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πυρόσβεση η [pirózvesi] Ο33 : σβήσιμο πυρκαγιάς: Mέσα / υλικά πυρόσβεσης.

[λόγ. πυρο- + αρχ. σβέ(σις) -ση `σβήσιμο΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πυροσβεστήρας ο [pirozvestíras] Ο2 : μικρή συσκευή, συνήθ. φορητή, που χρησιμοποιείται για την καταπολέμηση και το σβήσιμο των πυρκαγιών: ~ νερού / αφρού. Ο ~ του αυτοκινήτου / της αίθουσας.

[λόγ. πυρο- + ελνστ. σβεστήρ, αιτ. -ῆρα `που σβήνει΄ μτφρδ. αγγλ. fire-extinguisher]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πυροσβέστης ο [pirozvéstis] Ο10 : 1. αυτός που ασχολείται με το σβήσιμο των πυρκαγιών ιδίως ως υπάλληλος της πυροσβεστικής υπηρεσίας: Στο λή πυροσβέστη. Οι πυροσβέστες με υπεράνθρωπες προσπάθειες έσβησαν τη φωτιά. Εθελοντής ~. || (ειδικότ.) βαθμός υπαξιωματικού του πυροσβεστικού σώματος, αμέσως κατώτερος από τον υπαρχιπυροσβέστη. 2. (μτφ.) για κπ. που προσπαθεί να αποτρέψει φιλονικίες, έριδες κτλ.: Ο αντιπρόεδρος του κόμματος σε ρόλο πυροσβέστη.

[λόγ. πυρο- + αρχ. σβεσ- (σβέννυμι δες σβήνω) -της]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πυροσβεστικός -ή -ό [pirozvestikós] Ε1 : που έχει σχέση με το σβήσιμο των πυρκαγιών και ιδίως προορίζεται γι΄ αυτό: Πυροσβεστική τεχνολογία / αντλία / φωλιά*. Πυροσβεστικό όχημα / αεροπλάνο. H πυροσβεστι κή υπηρεσία ή το πυροσβεστικό σώμα, η δημόσια υπηρεσία που αποστο λή της είναι το σβήσιμο πυρκαγιών. ~ σταθμός. || (ως ουσ.) η πυροσβεστική, η πυροσβεστική υπηρεσία. || (μτφ.): Aνέλαβε πυροσβεστικό ρόλο.

[λόγ. πυροσβέστ(ης) -ικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πυροστάτης ο [pirostátis] Ο10 : (λόγ.) η πυροστιά.

[λόγ. < μσν. πυροστάτης < ελνστ. πυριστάτης ( [i > o] κατά τα άλλα σύνθ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πυροστιά η [pirostxá] Ο24 : 1. μεταλλικός τρίποδας, τριγωνικός ή κυκλικός, που τον βάζουν επάνω από τη φωτιά για να στηρίξουν την κατσαρό λα, το τηγάνι κτλ. 2. (λαϊκότρ.) α. Πυροστιά, ο αστερισμός του Hνιόχου. β. χώρος του σπιτιού ειδικά διαμορφωμένος για το άναμμα της φωτιάς· (πρβ. τζάκι).

[μσν. πυροστία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < πυρεστία ( [e > o] κατά τα άλλα σύνθ.) < πυρ + εστία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πυρόσφαιρα η [pirósfera] Ο27α : (γεωλ.) παλαιότερη ονομασία του πυρήνα της Γης.

[λόγ. < γαλλ. pyrosphère < pyro- = πυρο- + αρχ. σφαῖρα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πυροσωλήνας ο [pirosolínas] Ο2 : ο πυροδοτικός μηχανισμός που προκαλεί την έκρηξη ορισμένων βλημάτων, κυρίως του πυροβολικού: Hλεκτρικός ~.

[λόγ. πυρο- + σωλ(ήν) -ήνας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες