Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πυργίσκος ο [pirjískos] Ο18 : 1. μικρός πύργος. 2. ονομασία κλειστού χώρου σε πολεμικό πλοίο, άρμα μάχης κτλ. διαμορφωμένου έτσι, ώστε να έχει ευρύ οπτικό πεδίο.
[λόγ.: 1: ελνστ. πυργίσκος· 2: σημδ. αγγλ. turret]