Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πυγμαίος ο [piγméos] Ο18 θηλ. πυγμαία [piγméa] Ο25α : 1. Πυγμαίος, ονομασία ανθρώπου που ανήκει σε φυλετική ομάδα της οποίας τα μέλη κατά μέσο όρο δεν ξεπερνούν το ύψος των εκατόν πενήντα εκατοστών: Mια φυλή Πυγμαίων. 2. (μτφ.) για κοντό άνθρωπο.
[λόγ. < αρχ. πυγμαῖος· λόγ. πυγμαί(ος) -α]