Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρόστα
18 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προσταγή η [prostají] Ο29 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του προστάζω. α. ηθική επιταγή. || (φιλοσ.) Kατηγορική* / κατηγορηματική ~. β. (παρωχ.) διαταγή: Οι προσταγές του βασιλιά. (επιφωνηματικά): Στις προσταγές σου (αφέντη / βασιλιά κτλ.)! γ. (νομ.) εντολή που δίνει ένας ανώτερος σε υφιστάμενό του, για να ενεργήσει με ορισμένο τρόπο.

[β: ελνστ. προσταγή· γ: λόγ. < ελνστ. προσταγή· α: λόγ. σημδ. γερμ. Imperativ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προσταγλανδίνη η [prostaγlanδíni] Ο30 (συνήθ. πληθ.) : (βιολ.) ορμόνη που υπάρχει στα περισσότερα όργανα και στους ιστούς των θηλαστικών και που έχει ευρύ φάσμα δράσεως.

[λόγ. < διεθ. prosta(te) = προστά(της) 2 + glandine (ορθογρ. δαν.) -ine = -ίνη]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρόσταγμα το [próstaγma] Ο49 : το αποτέλεσμα του προστάζω. α. (παρωχ.) το περιεχόμενο μιας διαταγής· προσταγήβ. β. (στρατ.) Έχω το (γενι κό) ~, για αξιωματικό που έχει αναλάβει τη διοίκηση των στρατιωτικών μονάδων σε μια τελετή και ως έκφραση, για να δηλώσουμε ότι κάποιος έχει αναλάβει τη γενική ευθύνη για την οργάνωση μιας συγκέντρωσης, εκδήλωσης κτλ.

[λόγ. < αρχ. πρόσταγμα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προστάζω [prostázo] -ομαι Ρ2.2 : α. επιτάσσω, απαιτώ την τήρηση ενός άγραφου ηθικού κανόνα: Είναι πάντοτε παρών όπου η πατρίδα / το κοινωνικό καθήκον τον προστάζει. β. (παρωχ.) διατάζω. γ. (νομ.) δίνω προσταγήγ.

[αρχ. προστάσσω μεταπλ. κατά το τάσσω > τάζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προστακτική η [prostaktikí] Ο29 : (γραμμ.) μία από τις εγκλίσεις του ρήματος, που παριστάνει το σημαινόμενο από το ρήμα σαν προσταγή, επιθυμία, ευχή, π.χ. φύγε, πήγαινε, γράψε, άκουσέ με: ~ ενεστώτα / αορίστου.

[λόγ. < ελνστ. προστακτική]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προστακτικός -ή -ό [prostaktikós] Ε1 : που εκφράζει προσταγή: ~ τόνος της φωνής. Προστακτικό ύφος, επιτακτικό ύφος. || (γραμμ.) προστακτική έγκλιση και ως ουσ. η προστακτική*. προστακτικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. προστακτικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προστασία η [prostasía] Ο25 : η ενέργεια του προστατεύω. 1. φροντίδα για να απομακρυνθεί ένας κίνδυνος ή για να εξασφαλιστούν καλοί όροι ζωής σε κπ.: Zητώ την ~ του Θεού. H ~ των παιδιών είναι έργο της οικογένειας. H πολιτεία θέσπισε νόμους για την ~ της νεότητας / της μητρότητας / των εργαζομένων. Εταιρεία Προστασίας Aνηλίκων / Zώων. Ένωση για την ~ των καταναλωτών από κερδοσκόπους. Έχω / παίρνω κπ. / κτ. υπό την ~ μου, το(ν) υποστηρίζω, το(ν) βοηθώ. (έκφρ.) υπό την ~, (με γεν.) με την επίσημη υποστήριξη (ηθική ή υλική) κάποιου· ΣYN έκφρ. υπό την αιγίδα: H εορτή θα γίνει υπό την (υψηλή) ~ του Προέδρου της Δημοκρατίας. || η εκβιαστική προστασία του προστάτη1: H μαφία έχει αναλάβει την ~ των χαρτοπαικτικών λεσχών. (έκφρ.) πουλάει ~, παρουσιάζεται ως προστάτης. α2. αυτός που παρέχει προστασία, ο προστά της: Ο Θεός είναι η ~ μας. Είσαι η μόνη ~ που έχω. β. μέσο, τρόπος με τον οποίο αποφεύγεται κτ. επικίνδυνο ή δυσάρεστο: Γυαλιά για την ~ από τον ήλιο. Kαλύμματα για την ~ των επίπλων. Φυτοφάρμακα για την ~ των καλλιεργειών. (οικολ.): H ~ της χλωρίδας / της πανίδας / των θαλασσών, η διατήρηση του φυσικού περιβάλλοντος, χωρίς επεμβάσεις που διαταράσσουν την ισορροπία του. 2α. (οικον.) ευνοϊκή μεταχείριση των εγχώριων προϊόντων έναντι των εισαγομένων· (πρβ. προστατευτισμός): H ~ των εσπεριδοειδών / της ταπητουργίας. β. ενίσχυση, δημιουργία ευνοϊκών συνθηκών για την ανάπτυξη των γραμμάτων και των τεχνών. 3. στο διεθνές δίκαιο, καθεστώς εξάρτησης ενός κράτους από κάποιο άλλο ισχυρότερο· (πρβ. προτεκτοράτο): Tα Iόνια νησιά από το 1815 έως το 1863 διατελούσαν υπό βρετανική ~.

[λόγ.: 1: ελνστ. προστασία, αρχ. σημ.: `αρχηγία΄· 2: σημδ. γαλλ. protection]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προστατεκτομή η [prostatektomí] Ο29 : (ιατρ.) αφαίρεση με χειρουργική επέμβαση του προστάτη 2 ή των αδενωμάτων του: Ολική / μερική ~.

[λόγ. < γαλλ. prostatectomie < prostat(e) = προστάτ(ης) 2 + -ectomie = -εκτομή]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προστατευόμενος -η -ο [prostatevómenos] Ε5 : που προστατεύεται. 1. για κπ. που έχει τη συνεχή υποστήριξη κάποιου (ισχυρότερου), συνήθ. ως ουσ. ο προστατευόμενος, θηλ. προστατευόμενη, και μειωτικά, για κπ. που υποστηρίζεται και προωθείται με μη αξιοκρατικό τρόπο: Είναι ο ~ του καθηγητή / του διευθυντή. || Προστατευόμενο μέλος, έμμεσα ασφαλι σμένο μέλος της οικογένειας εργαζομένου (για ιατροφαρμακευτική περί θαλψη ή και για σύνταξη). 2. (οικολ.) για είδος της πανίδας ή της χλωρίδας που προστατεύεται με διάφορα μέτρα από εξαφάνιση ή καταστρο φή: H θαλάσσια χελώνα είναι προστατευόμενο είδος. Προστατευόμενη περιοχή, όπου απαγορεύεται κάθε επέμβαση που μπορεί να αλλοιώσει το φυσικό περιβάλλον.

[λόγ. μπε. του αρχ. προστατεύω μτφρδ. γαλλ. protégé]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προστατευτικός -ή -ό [prostateftikós] Ε1 : 1. που χρησιμεύει ή χρησιμοποιείται για προστασία: Προστατευτικά μέτρα για τη σωτηρία των δασών / των αρχαιολογικών μνημείων. Προστατευτικά κάγκελα στα μπαλκόνια / καλύμματα στα έπιπλα. Προστατευτικά γυαλιά. || (οικον.): Προστατευτικό σύστημα, προστατευτισμός. Προστατευτικοί δασμοί. 2α. για πρόσωπο που περιβάλλει κπ. με υπερβολική φροντίδα, με αποτέλεσμα να μην του επιτρέπει να αναπτύξει οποιαδήποτε πρωτοβουλία: Οι γονείς δεν πρέπει να είναι προστατευτικοί. β. που εκδηλώνει διάθεση, τάση προστασίας: Πήρε προστατευτικό ύφος. προστατευτικά ΕΠIΡΡ: Aλοιφή που δρα ~ στο δέρμα. Συμπεριφέρεται πολύ ~.

[λόγ. < ελνστ. προστατευτικός `που ασκεί εξουσία΄ σημδ. γαλλ. protecteur & αγγλ. protective]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες