Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρόδομος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρόδομος ο [próδomos] Ο19 : το μπροστινό τμήμα του αρχαίου ναού, που βρίσκεται πριν από το σηκό.

[λόγ. < ελνστ. πρόδομος, αρχ. σημ.: `μπροστά στο σπίτι΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες