Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρόδομος ο [próδomos] Ο19 : το μπροστινό τμήμα του αρχαίου ναού, που βρίσκεται πριν από το σηκό.
[λόγ. < ελνστ. πρόδομος, αρχ. σημ.: `μπροστά στο σπίτι΄]