Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρόγονος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρόγονος ο [próγonos] Ο19 : αυτός που έζησε στο (απώτερο ή πιο πρόσφατο) παρελθόν, που ανήκει σε παλιότερη γενιά και από τον οποίο κατάγεται κάποιος· προπάτορας. ANT απόγονος: Οι αρχαίοι πρόγονοί μας. Ο πίνακας παριστάνει έναν πρόγονο της οικογένειάς μας. Οι πρόγονοί μας μας άφησαν πλούσια αλλά και βαριά κληρονομιά. Οι τάφοι των προγόνων μας.

[λόγ. < αρχ. πρόγονος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προγονός ο [proγonós] Ο17 θηλ. προγονή [proγoní] Ο29 : το παιδί του ή της συζύγου, που γεννήθηκε από προηγούμενο γάμο, σε σχέση με το νέο ή τη νέα σύζυγο: (Δεν) τα πάει καλά με την προγονή της.

[αρχ. πρόγονος (μετακ. τόνου;)· προγον(ός) -ή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες