Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προτειχίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προτειχίζω [protixízo] Ρ2.1α : χτίζω προτείχισμα.

[λόγ. < ελνστ. προτειχίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες