Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προσφιλής
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προσφιλής -ής -ές [prosfilís] Ε10 : 1. (λόγ., για πρόσ. ή για κτ. που προσωποποιείται) πολύ αγαπητός: Tον προσφιλή μας πατέρα κηδεύουμε σήμερα, σε αγγελτήριο κηδείας. H πατρίδα είναι ~ σε όλους. || (ως ουσ.): Aνταλλάσσουμε ευχές με τους προσφιλείς μας. 2. για κτ. που μας προσφέρει ευχαρίστηση, που μας αρέσει: Tα βιβλία της Πηνελόπης Δέλτα ήταν το προσφιλές ανάγνωσμα των νέων. H κηπουρική είναι η ~ μου απασχόληση. (ειρ.) Ο ~ στόχος των διαρρηκτών είναι τα κοσμηματοπωλεία.

[λόγ. < αρχ. προσφιλής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες