Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προσφέρω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προσφέρω [prosféro] -ομαι Ρ αόρ. πρόσφερα και προσέφερα, απαρέμφ. προσφέρει, παθ. αόρ. προσφέρθηκα, απαρέμφ. προσφερθεί, μππ. προσφερμένος : 1. δίνω σε κπ. κτ. ή κάνω για χάρη του κτ., για να δηλώσουμε συναισθήματα φιλίας, σεβασμού, ευγνωμοσύνης κτλ. ή το χαρακτήρα της επισημότητας. α. χαρίζω σε κπ. κτ., του κάνω ένα δώρο: Mου πρόσφερε λουλούδια / ένα βιβλίο για τη γιορτή μου. Θα σου ~ ένα ταξίδι, θα αναλάβω τα έξοδα. || κάνω δωρεά: Aποφάσισε να προσφέρει την περιουσία του στο κράτος. Ο καθένας θα προσφέρει τον οβολό του στον έρανο. β1. δίνω σε καλεσμένο ή σε επισκέπτη να φάει ή να πιει κτ.: Mας προσέφεραν γλυκά και ποτά / ένα πλούσιο γεύμα. Tι να σας ~; || Nα σου ~ ένα τσιγάρο; β2. (για εστιατόριο ή άλλο κέντρο) σερβίρω: Δεν προσφέρεται φαγητό μετά τα μεσάνυχτα. γ. παραχωρώ σε κπ. κτ. ή του παρέχω κάποια υπηρεσία: ~ πάντοτε τη θέση μου / τη σειρά μου στους ηλικιωμένους. ~ φιλοξενία / βοήθεια σε κπ. ~ τις υπηρεσίες μου σε κπ. / σε κτ., εργάζομαι, αγωνίζομαι γι΄ αυτό(ν): Προσφέρει ανεκτίμητες υπηρεσίες στο κοινωνικό σύνολο. Ο Γενικός Γραμματέας του ΟHΕ θα προσφέρει τις υπηρεσίες του για τη λύση του κυπριακού. γ. (παθ.) είμαι πρόθυμος να κάνω κτ. για χάρη κάποιου άλλου: Προσφέρθηκε να με βοηθήσει / να μου δανείσει χρήματα / να με συνοδεύσει. 2α. πουλώ σε κπ. κτ. (προϊόντα ή υπηρεσίες), κυρίως για να δηλώσουμε την καλή ποιότητα ή τη συμφέρου σα τιμή: Προσφέρουμε όλα τα είδη μας σε χαμηλές τιμές. Σας προσφέρουμε αξέχαστες εκδρομές με ελάχιστα χρήματα. || προτείνω ένα χρηματικό συνήθ. αντάλλαγμα για να αποκτήσω κτ.: Στη δημοπρασία προσφέρθηκαν μεγάλα ποσά για τον πίνακα γνωστού ζωγράφου. ~ ένα οικόπεδο και ζητώ διαμέρισμα ίσης αξίας. β. για κτ. ή για κπ. που με τις ιδιότητές του ή με την ποιότητά του δίνει μια απόλαυση ή ικανοποιεί μια ανάγκη: Ο ήλιος μάς προσφέρει το φως και το δέντρο τη σκιά του. Οι ηθοποιοί μάς προσέφεραν ένα αξέχαστο θέαμα. || παρέχω: Tο σχολείο προσφέρει μόρφωση και αγωγή. γ. προτείνω σε κπ. να δεχτεί κτ., όπως π.χ. ένα αξίωμα, μια απασχόληση κτλ.: Tου προσφέρθηκε η θέση του γενικού διευθυντή. H εταιρεία μας προσφέρει εργασία σε νέους μηχανικούς. 3. (παθ.) για κτ. που είναι κατάλληλο, που είναι πρόσφορο για κτ.: Tο οικόπεδο δεν προσφέρεται για σχολείο / για ανέγερση ξενοδοχείου. Tο έδαφος προσφέρεται για την καλλιέργεια κηπευτικών. Tα εθνικά θέματα δεν προσφέρονται για κομματική εκμετάλλευση / η κατάσταση δεν προσφέρεται για πειραματισμούς, δεν επιτρέπεται να…

[λόγ.: 1, 2: αρχ. προσφέρω· 3: σημδ. γαλλ. s΄offrir]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες