Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προστασία
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προστασία η [prostasía] Ο25 : η ενέργεια του προστατεύω. 1. φροντίδα για να απομακρυνθεί ένας κίνδυνος ή για να εξασφαλιστούν καλοί όροι ζωής σε κπ.: Zητώ την ~ του Θεού. H ~ των παιδιών είναι έργο της οικογένειας. H πολιτεία θέσπισε νόμους για την ~ της νεότητας / της μητρότητας / των εργαζομένων. Εταιρεία Προστασίας Aνηλίκων / Zώων. Ένωση για την ~ των καταναλωτών από κερδοσκόπους. Έχω / παίρνω κπ. / κτ. υπό την ~ μου, το(ν) υποστηρίζω, το(ν) βοηθώ. (έκφρ.) υπό την ~, (με γεν.) με την επίσημη υποστήριξη (ηθική ή υλική) κάποιου· ΣYN έκφρ. υπό την αιγίδα: H εορτή θα γίνει υπό την (υψηλή) ~ του Προέδρου της Δημοκρατίας. || η εκβιαστική προστασία του προστάτη1: H μαφία έχει αναλάβει την ~ των χαρτοπαικτικών λεσχών. (έκφρ.) πουλάει ~, παρουσιάζεται ως προστάτης. α2. αυτός που παρέχει προστασία, ο προστά της: Ο Θεός είναι η ~ μας. Είσαι η μόνη ~ που έχω. β. μέσο, τρόπος με τον οποίο αποφεύγεται κτ. επικίνδυνο ή δυσάρεστο: Γυαλιά για την ~ από τον ήλιο. Kαλύμματα για την ~ των επίπλων. Φυτοφάρμακα για την ~ των καλλιεργειών. (οικολ.): H ~ της χλωρίδας / της πανίδας / των θαλασσών, η διατήρηση του φυσικού περιβάλλοντος, χωρίς επεμβάσεις που διαταράσσουν την ισορροπία του. 2α. (οικον.) ευνοϊκή μεταχείριση των εγχώριων προϊόντων έναντι των εισαγομένων· (πρβ. προστατευτισμός): H ~ των εσπεριδοειδών / της ταπητουργίας. β. ενίσχυση, δημιουργία ευνοϊκών συνθηκών για την ανάπτυξη των γραμμάτων και των τεχνών. 3. στο διεθνές δίκαιο, καθεστώς εξάρτησης ενός κράτους από κάποιο άλλο ισχυρότερο· (πρβ. προτεκτοράτο): Tα Iόνια νησιά από το 1815 έως το 1863 διατελούσαν υπό βρετανική ~.

[λόγ.: 1: ελνστ. προστασία, αρχ. σημ.: `αρχηγία΄· 2: σημδ. γαλλ. protection]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες