Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προσορμίζω [prosormízo] -ομαι Ρ2.1 : οδηγώ ένα πλοίο σε όρμο ή σε λιμάνι και αγκυροβολώ· αράζω: Tο πλοίο προσορμίστηκε. Προσορμιστήκαμε στο λιμάνι του νησιού.
[λόγ. < ελνστ. προσορμίζω (αρχ. προσορμίζομαι)]