Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προσήκω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προσήκων -ουσα -ον [prosíkon] Ε12 : (λόγ.) που ανήκει, που ταιριάζει, που αναλογεί σε κπ. ή σε κτ., ο πρέπων, ο δέων: Tου φέρθηκαν με τον προσήκοντα σεβασμό. Tο θέμα αντιμετωπίζεται με την προσήκουσα σοβαρότητα.

[λόγ. < αρχ. προσήκων]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες