Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προοδεύω [prooδévo] Ρ5.1α μππ. προοδευμένος : προχωρώ προς τα εμπρός, αναπτύσσομαι, εξελίσσομαι θετικά, προς το καλύτερο: H χώρα προοδεύει οικονομικά. Οι επιστήμες και η τεχνολογία προόδευσαν πολύ τα τελευταία χρόνια. Ο φοιτητής προοδεύει στις σπουδές του. Kράτη με προοδευμένες οικονομίες.
[λόγ. < αρχ. προοδεύω `περπατώ μπροστά΄ σημδ. γαλλ. progresser]