Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προασπίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προασπίζω [proaspízo] Ρ2.1α & προασπίζομαι [proaspízome] Ρ2.1β : προστατεύω, υποστηρίζω ενεργά κτ., υπερασπίζω: ~ την ελευθερία / τη δικαιοσύνη. Προασπίζομαι τα δικαιώματα / τα συμφέροντα / τις ιδέες μου.

[λόγ. < ελνστ. προασπίζω· μέσο ίσως κατά το αγωνίζομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες