Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προαγωγή
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προαγωγή η [proaγojí] Ο29 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του προάγω. 1. η πρόοδος, η ανάπτυξη, η βελτίωση: Εργάστηκε για την ~ των προοδευτικών ιδεών / των τεχνών και των επιστημών. 2. η προώθηση, ο προβιβασμός: α. ενός υπάλληλου σε μια ανώτερη ιεραρχικά θέση: Πήρε / του έδωσαν ~. Περιμένει ~. Δημοσιεύτηκε ο πίνακας προαγωγών των στρατιωτικών. β. ενός μαθητή στην επόμενη τάξη.

[λόγ. < ελνστ. προαγωγή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες