Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ποτί
6 εγγραφές [1 - 6]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ποτίζω [potízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. ρίχνω νερό σε φυτά: Πότισες τις γλάστρες / τα φυτά; Ξέχασα να ποτίσω τα λουλούδια και μαράθηκαν. Έπεσε μια βροχή και πότισε τα σπαρτά. || αρδεύω: Έσκαψε αυλάκια, για να περνάει το νερό και να ποτίζεται το χωράφι. ΠAΡ Για χάρη του βασιλικού* ποτίζεται κι η γλάστρα. 2. δίνω σε κπ. να πιει κτ., και κυρίως νερό σε ζώα: Πήγε να ποτίσει τα πρόβατα. Πότισες το άλογο; (έκφρ.) ταΐζω και ~ κπ., συντηρώ (και φροντίζω) κπ.: Tον τάιζε και τον πότιζε κι ούτε ένα ευχαρι στώ δεν άκουσε. || (επέκτ.) δίνω σε κπ. να πιει, να καταναλώσει κτ., συνήθ. επιβλαβές, σε μεγάλες ποσότητες: Tον πότισε κρασί και τον μέθυσε. Ήρθε ποτισμένος με χασίσι. (έκφρ.) ~ κπ. με πίκρες*. ΦΡ ~ κπ. φαρμάκι / χολή, καταπικραίνω, καταστενοχωρώ κπ., τον πικραίνω πάρα πολύ. 3. απορροφώ (σιγά σιγά) ένα υγρό, υγραίνομαι, εμποτίζομαι: Πότισε ο τοίχος / το ταβάνι, νότισε. Aφήνουμε τις επιφάνειες να ποτίσουν με κόλλα και μετά τις ενώνουμε. 4. (μτφ.) α. γεμίζω με κτ., είμαι γεμάτος από κτ. υγρό: Γη ποτισμένη με ιδρώτα. Λάβαρο ποτισμένο με το αίμα των αγωνι στών. β. (για πρόσ.) διαποτίζω κπ., τον επηρεάζω σε πολύ μεγάλο βαθμό: Έχουν ποτιστεί με μίσος κατά των αλλοθρήσκων. Είναι ποτισμένος από την ολοκληρωτική ιδεολογία.

[αρχ. ποτίζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πότισμα το [pótizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ποτίζω (κυρ. στις σημ. 1, 2): Tο ~ των λουλουδιών / των χωραφιών / των φυτών. Ο πάπυρος χρειάζεται καθημερινό ~. Πηγαίνει τα ζώα για ~.

[ελνστ. πότισμα `γουλιά νερό΄ κατά την εξέλ. του επιθήματος -μα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ποτιστήρα η [potistíra] Ο25 : (σπάν.) το ποτιστήρι.

[ποτιστήρ(ι) μεγεθ. ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ποτιστήρι το [potistíri] Ο44 : φορητό πλαστικό ή μεταλλικό δοχείο με λαβή και με μακρύ λαιμό (ο οποίος συχνά καταλήγει σε πλατύ διάτρητο επιστόμιο), που χρησιμοποιείται κυρίως για πότισμα· καταβρεχτήρι: Έριχνε νερό στις γλάστρες μ΄ ένα ~. ποτιστηράκι το YΠΟKΟΡ.

[μσν. ποτιστήριν < ελνστ. ποτιστήριον `ποτίστρα΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ποτιστικός -ή -ό [potistikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο πότισμα. α. που χρησιμοποιείται για να ποτίζει: Ποτιστικά αυλάκια / μηχανήματα. β. (για λαχανικά και οπωροφόρα) που χρειάζεται πότισμα. ANT ξερικός: Ποτιστικά λάχανα / καρπούζια. Ποτιστικές ντομάτες / πατάτες. γ. που αρδεύεται: Ποτιστικό χωράφι. || (ως ουσ.) τα ποτιστικά, τα φυτά που χρειάζονται πότισμα για να ευδοκιμήσουν.

[ποτισ- (ποτίζω) -τικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ποτίστρα η [potístra] Ο25 : (οικ.) το μέρος, η εγκατάσταση ή το σκεύος από όπου πίνουν νερό τα ζώα.

[ελνστ. ποτίστρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες