Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πολύμορφος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πολύμορφος -η -ο [polímorfos] Ε5 : α. που υπάρχει, που εμφανίζεται, που συναντιέται με πολλές μορφές, ποικιλόμορφος. ANT ομοιόμορφος: Γλώσσα χαριτωμένη και πολύμορφη. Πολύμορφες πολιτιστικές εκδηλώσεις. β. (χημ.) πολύμορφα σώματα, ονομασία χημικών ενώσεων, που συναντώνται με πολλές διαφορετικές μορφές: Πολύμορφοι κρύσταλλοι. πολύμορφα ΕΠIΡΡ.

[λόγ.: α: αρχ. πολύμορφος· β: γαλλ. polymorphe < αρχ. πολύμορφος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες