Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πολυμαθής -ής -ές [polimaθís] Ε10 : που απέκτησε και κατέχει πολλές γνώσεις· (πρβ. ευρυμαθής): Όποιος είναι φιλομαθής, είναι και ~.
[λόγ. < αρχ. πολυμαθής]