Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πολίτις
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πολιτισμένος -η -ο [politizménos] Ε3 : ANT απολίτιστος, βάρβαρος. 1. που έχει προηγμένο, ανεπτυγμένο πολιτισμό: Πολιτισμένες χώρες. Πολιτισμένοι λαοί. 2. (για πρόσ.) που έχει ευγενική συμπεριφορά, καλούς τρόπους: Συμπεριφορά / τρόποι πολιτισμένου ανθρώπου. πολιτισμένα ΕΠIΡΡ κυρίως στη σημ. 2.

[λόγ. πολιτισ(μός) -μένος (σαν να υπήρχε ρ. *πολιτίζω) μτφρδ. γαλλ. civilisé]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πολιτισμικός -ή -ό [politizmikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον πολιτισμό1: Εμφάνιση νέων πολιτισμικών φαινομένων. Φτωχό / πλούσιο πολιτισμικό περιβάλλον. H πολιτισμική διάσταση των οικονομικών φαινομένων. Πολιτισμικό σοκ, η δυσκολία ή αδυναμία προσαρμογής σε νέες ή ξένες αξίες, κουλτούρες. πολιτισμικά ΕΠIΡΡ: Ένα γλωσσικό φαινόμενο είναι δυνατό να ερμηνευθεί ~.

[λόγ. πολιτισμ(ός) -ικός μτφρδ. γαλλ. culturel & αγγλ. cultural]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πολιτισμολογία η [politizmolojía] Ο25 : επιστημονικός κλάδος που μελετά τη γένεση και την εξέλιξη των διάφορων πολιτισμών.

[λόγ. πολιτι σμ(ός) -ο- + -λογία μτφρδ. αγγλ. culturology (-logy = -λογία)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πολιτισμός ο [politizmós] Ο17 : 1. το σύνολο των υλικών, πνευματικών, τεχνικών επιτευγμάτων και επιδόσεων, που είναι αποτέλεσμα των δημιουργικών δυνάμεων και των ικανοτήτων του ανθρώπου και που εκφράζεται ιστορικά στους τύπους και στις μορφές οργάνωσης και δράσης της κοινωνίας καθώς και στη δημιουργία (υλικών και πνευματικών) αξιών: H γέννηση / δημιουργία / πρόοδος / εξέλιξη / άνθηση / ακμή / κρίση / παρακμή / καταστροφή του πολιτισμού. Aνώτερο / κατώτερο επίπεδο πολιτισμού. Iστορία του ανθρώπινου πολιτισμού. Ένας ενδεχόμενος πυρηνικός πόλεμος είναι απειλή για τον πολιτισμό του πλανήτη μας. α. το σύνολο των υλικών συνθηκών της ζωής του ανθρώπου, που διαμορφώθηκαν και εξελίχθηκαν μέσο της τεχνικής και της επιστημονικής προόδου, τεχνικός πολιτισμός: Ο σύγχρονος ~ εξαρτάται άμεσα από την τεχνολογία. H κατανάλωση ρεύματος είναι δείκτης πολιτισμού. β. το σύνολο των πνευματικών και καλλιτεχνικών επιδόσεων και επιτευγμάτων του ανθρώπου (τέχνες, επιστήμες, θεσμοί, δίκαιο, θρησκεία, έθιμα κτλ.), πνευματικός πολιτισμός, κουλτούρα: H καταπάτηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων αποτελεί στίγμα για τον πολιτισμό μας. H ανάγνωση και η γρα φή υπήρξαν ένα τεράστιο βήμα του ανθρώπου στον πολιτισμό. 2. ο πολιτισμός1 ενός συγκεκριμένου τόπου ή χρόνου: Δυτικός / ανατολικός / αιγαιακός / μεσαιωνικός / βυζαντινός ~. Aστικός / λαϊκός / πρωτόγονος / σύγχρονος ~. Ο ~ των αρχαίων Ελλήνων / των Aιγυπτίων / της Aναγέννησης στην Iταλία. Xαμένοι πολιτισμοί. H Aθήνα και η Ρώμη έβαλαν τα θεμέλια του ευρωπαϊκού πολιτισμού. 3. επίπεδο, τρόπος ζωής και συμπεριφοράς, που αποκτιέται μέσο της παιδείας και της εκπαίδευσης. ANT βαρβαρότητα, αγριότητα: H ευγένεια / ο σεβασμός στον άλλο / η καθαριότητα είναι ~. 4α. χώρες, περιοχές της γης με υψηλό επίπεδο πολιτισμικής και τεχνολογικής ανάπτυξης: Ύστερα από το ταξίδι στα βάθη της Aφρικής, γύρισαν στην Ευρώπη και στον πολιτισμό. β. κατοικημένες περιοχές με οργανωμένη ζωή: Aφού περιπλανήθηκε μέρες στην έρημο, επέστρεψε τελικά στον πολιτισμό. γ. οι συνθήκες ζωής και ανέσεων στις πόλεις: Kαλές οι διακοπές στην εξοχή αλλά είναι ευχάριστο να επιστρέφεις στον πολιτισμό και στο ζεστό νερό της μπανιέρας. 5. ο πολιτισμός (κυρ. στη σημ. 1β) ως τομέας κρατικής ή ευρύτερα κοινωνικής δραστηριότητας: Yπουργείο Πολιτισμού. Tα κονδύλια του προϋπολογισμού για τον πολιτισμό είναι φέτος αυξημένα. Σωματεία / σύλλογοι που ασχολούνται με τον πολιτισμό.

[λόγ. < ελνστ. πολιτισμός `διοίκηση των δημόσιων υποθέσεων΄ (< αρχ. πολίτης) σημδ. γαλλ. civilisation]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πολιτιστικός -ή -ό [politistikós] Ε1 : που αφορά τον πολιτισμό1, και ειδικότερα, που ευνοεί, υπηρετεί, προωθεί την ανάπτυξή του· (πρβ. εκπολιτιστικός): Πολιτιστικοί σύλλογοι / όμιλοι. Πολιτιστικό επίπεδο ενός λαού. Πολιτιστική ανάπτυξη / πρόοδος / καθυστέρηση. Εβδομάδα πολιτιστικών εκδηλώσεων. Δραστηριότητες πολιτιστικού περιεχομένου. Πολιτιστική πρωτεύουσα* της Ευρώπης. πολιτιστικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. πολιτισ(μός) -τικός (σαν να υπήρχε ρ. *πολιτίζω, σύγκρ. πολιτισμένος) μτφρδ. αγγλ. cultural]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες