Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πλημμελής
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πλημμελής -ής -ές [plimelís] Ε10 : (λόγ.) που παρουσιάζει ελλείψεις, ελαττώματα, παραλείψεις κτλ.: ~ έλεγχος. ~ εκτέλεση καθήκοντος / εργασίας / υπηρεσίας. πλημμελώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. πλημμελής· λόγ. < αρχ. πλημμελῶς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες