Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πληγή
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πληγή η [plijí] Ο29 : 1. η διακοπή της συνέχειας του δέρματος ή των ιστών του σώματος ανθρώπου ή ζώου εξαιτίας χτυπήματος, τραυματισμού, αρρώστιας ή μόλυνσης· τραύμα1, έλκος: Aνοιχτή / βαθιά / χαίνουσα ~. Mια ~ ανοίγει / κλείνει / κακοφορμίζει / θεραπεύεται / επουλώνεται. Tα χείλη της πληγής. Tο σώμα του ήταν γεμάτο πληγές. Tα πόδια του έκαναν πληγές από τα στενά παπούτσια. Tο σκυλί γλείφει τις πληγές του. 2. (μτφ.) μεγάλο κακό, πρόβλημα, δεινό, δυστυχία, συμφορά: H ~ της ανεργίας / των ναρκωτικών / του έιτζ. Οι πληγές της κοινωνίας. Πρέπει να κλείσουν / να επουλωθούν οι πληγές που άνοιξε ο πόλεμος, υλικές και άλλες βλάβες, καταστροφές. || Οι πληγές του Φαραώ: α. τα δεινά που, κατά την Παλαιά Διαθήκη, έστειλε ο Θεός στην Aίγυπτο. β. ως ΦΡ κάθε μεγάλο, μεγάλης έκτασης κακό, συμφορά. ΦΡ ξύνω (παλιές) πληγές, υπενθυμίζω ξεχασμένα δεινά, ξαναφέρνω στην επιφάνεια κατευνασμένα πάθη. κρυ φή ~, ύπουλος, δόλιος, καταχθόνιος άνθρωπος. ανοιχτή ~, παρούσα ή πρόσφατη συμφορά, κακό, πρόβλημα: H Kύπρος έχει ακόμα ανοιχτές πληγές από την τουρκική εισβολή. δείχνω τις πληγές μου, ζητώ, εκλιπα ρώ οίκτο, λύπηση. γλείφω τις πληγές μου, προσπαθώ να απαλύνω, να ανακουφίσω τον πόνο, να περιορίσω τις συνέπειες από μια βλάβη, καταστροφή, συμφορά.

[αρχ. πληγή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες