Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πλατύστομος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πλατύστομος -η -ο [platístomos] Ε5 : που έχει φαρδύ στόμιο: Πλατύστομο αγγείο.

[λόγ. < ελνστ. πλατύστομος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες