Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πλέω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πλέω [pléo] Ρ αόρ. έπλευσα, απαρέμφ. πλεύσει : 1α. (για άνθρ.) κινούμαι, ταξιδεύω με πλωτό μέσο, με σκάφος στη θάλασσα, σε λίμνη, σε ποτάμι: ~ στο ανοιχτό πέλαγος / κοντά στις ακτές / κατά μήκος του ποταμού. Πλέουμε προς το λιμάνι / δυτικά της Kρήτης. Πλέαμε στα ανοιχτά, όταν ξέσπασε τρικυμία. β. (για σκάφος) κινούμαι, ταξιδεύω στη θάλασσα, σε λίμνη, σε ποτάμι: Tα πολεμικά πλοία πήραν εντολή να πλεύσουν κατά του εχθρικού στόλου. Tο καράβι έπλεε ολόφωτο μέσα στη νύχτα. 2. (μτφ.) έχω, διαθέτω κτ. σε αφθονία, σε μεγάλη ποσότητα· κολυμπώ: ~ στα πλούτη / στη χλιδή / στο χρήμα. ~ στο αίμα / σε λίμνη αίματος, είμαι αιμόφυρτος. ~ σε πελάγη ευτυχίας, είμαι πολύ ευχαριστημένος, ευτυχής. || Tα πόδια μου πλέουν σ΄ αυτά τα παπούσια, μου είναι υπερβολικά μεγάλα. Φορούσε ένα πουλόβερ, που έπλεε επάνω του. 3. επιπλέω: Tο ξύλο / ο φελλός πλέει στο νερό.

[λόγ. < αρχ. πλέω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες