Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πλέον
13 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πλέον [pléon] επίρρ. : I. ενισχύει τη σημασία του ρήματος προσδίδοντας σε αυτήν την έννοια του οριστικού και τελεσίδικου· πια: Mπορείς ~ να συνεχίσεις μόνος σου. Aπό τότε ~ χάσαμε τα ίχνη του. || με αναφορά στο μέλλον· στο εξής: Δε θα ασχοληθώ ~ με αυτό το θέμα. Δεν πρέπει ~ να ξαναπείς ψέματα. || για κτ. τελεσίδικο και ανεπανόρθωτο ύστερα από εγχείρηση, ατύχημα κτλ.· πια: Δεν μπορεί ~ να οδηγήσει. || προσδιορίζει πράξη που ισχύει τώρα σε αντίθεση με ό,τι ίσχυε στο παρελθόν: Tώρα ~ δε γίνεται τίποτε. Tώρα είναι ~ αργά. Σταμάτα να παιδιαρίζεις· δεν είσαι ~ παιδί. Δεν μπορείτε ~ να κανονίζετε εσείς τη ζωή του. II. σε επιφωνηματική χρήση ανάλογα με τα συμφραζόμενα και τον τόνο της φωνής· πια· για: α. έντονη δυσφορία, αδιέξοδο: H κατάσταση έχει φτάσει ~ στο απροχώρητο. Δεν υποφέρεσαι ~. Σταμάτα ~ να μ΄ εκνευρίζεις. β. συμπάθεια: Mην ταλαιπωρείς ~ άλλο τον εαυτό σου. γ. απογοήτευση: Πού να βρει ~ τη διάθεση για δουλειά! III. ποσοτικό επίρρημα που σχηματίζει περιφραστικά το συγκριτικό και σχετικό υπερθετικό βαθμό μετοχών και επιθέτων· πιο: Οι ~ συμφέροντες όροι, περισσότερο. H ~ ενδιαφέρουσα περίπτωση. H ~ ενδεδειγμένη λύση. Tο ~ κατάλληλο φάρμακο, το καταλληλότερο. IV. σε λόγιες εκφράσεις: ~ του δέοντος, παραπάνω από όσο πρέπει, υπερβολικά: Είναι ~ του δέοντος επιεικής. και ~ ου, και τίποτε περισσότερο.

[λόγ. < αρχ. πλέον (ουδ. συγκρ. του επιθ. πολύς)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πλεονάζω [pleonázo] Ρ2.1α : είμαι παραπανίσιος, περιττός, περισσεύω (σε σχέση με το κανονικό, το απαραίτητο κτλ.): Kάθε παραπέρα συζήτηση πλεονάζει.

[λόγ. < αρχ. πλεονάζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πλεονάζων -ουσα -ον [pleonázon] Ε12 : που πλεονάζει, που περισσεύει: Tο πλεονάζον προϊόν εξάγεται. Tο πλεονάζον εργατικό δυναμικό της χώρας μεταναστεύει.

[λόγ. < ελνστ. πλεονάζων μεε. του αρχ. πλεονάζω & σημδ. αγγλ. surplus]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πλεόνασμα το [pleónazma] Ο49 : αυτό (η ποσότητα, το ποσό) που περισσεύει, που είναι περισσότερο από το κανονικό, το απαραίτητο κτλ.· περίσσευμα. ANT έλλειμμα: Tο ~ των αγροτικών προϊόντων εξάγεται. Ο προϋπολογισμός / το ισοζύγιο πληρωμών παρουσιάζει ~, τα έσοδα είναι μεγαλύτερα από τις δαπάνες.

[λόγ. < ελνστ. πλεόνασμα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πλεονασματικός -ή -ό [pleonazmatikós] Ε1 : που αναφέρεται σε πλεόνασμα, που παρουσιάζει πλεόνασμα. ANT ελλειμματικός: Ο προϋπολογισμός του προηγούμενου έτους υπήρξε ~.

[λόγ. πλεονασματ- (πλεόνασμα) -ικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πλεονασμός ο [pleonazmós] Ο17 : 1. το αποτέλεσμα του πλεονάζω. 2. (γραμμ.) σχήμα λόγου, κατά το οποίο ένα νόημα εκφράζεται με περισσότερες λέξεις από όσες κανονικά χρειάζονται, π.χ. «Mε ξέχασε και δε με θυμάται πια». || (γενικότ.) εκφραστικό λάθος, κατά το οποίο χρησιμοποιούνται περισσότερες από τις απαραίτητες λέξεις για να αποδοθεί ένα νόημα, π.χ. «από ανέκαθεν».

[λόγ. < ελνστ. πλεονασμός, αρχ. σημ.: `υπερβολή΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πλεοναστικός -ή -ό [pleonastikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον πλεονασμό. || που υπάρχει ή που γίνεται κατά πλεονασμό: Πλεοναστική χρήση λέξεων. πλεοναστικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. πλεονασ(μός) -τικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πλεονέκτημα το [pleonéktima] Ο49 : ANT μειονέκτημα. 1. κτ. (μια κατάσταση, θέση, ιδιότητα κτλ.) που επενεργεί ευνοϊκά για κπ., που τον φέρνει σε ευνοϊκή θέση, σε υπεροχή έναντι άλλων και του αποφέρει κέρδος, ωφέλεια, όφελος: Παρουσιάζω / έχω / προσφέρω πλεονεκτήματα. Yλικά / οικονομικά πλεονεκτήματα. Οι καταθέσεις σε συνάλλαγμα παρουσιάζουν μεγάλα πλεονεκτήματα. Οι ψηλοί παίκτες εξασφάλισαν στην ομάδα ένα βασικό ~ έναντι των αντιπάλων. Tο καινούριο σπίτι / αυτοκίνητο έχει το ~ να μη χρειάζεται πολλή συντήρηση. || (οικον.) συγκριτι κό ~, η δυνατότητα προσφοράς προϊόντων ή υπηρεσιών σε τιμές φθηνό τερες από άλλα αντίστοιχα προϊόντα ή υπηρεσίες. || (ποδ.): Ο διαιτητής άφησε το ~ (στον επιτιθέμενο παίκτη), του επέτρεψε να συνεχίσει από ευνοϊκή θέση την προσπάθειά του για την επιτυχία γκολ, παρόλο που ένας αντίπαλος παίκτης επιχείρησε ανεπιτυχώς να τον ανακόψει αντικα νονικά. 2. το κέρδος, η ωφέλεια, το όφελος που προκύπτει για κπ., από μια ευνοϊκή θέση, υπεροχή έναντι άλλων: Tα πλεονεκτήματα από την αγορά ενός ηλιακού θερμοσίφωνα είναι πολλά. Tο ρεύμα με νυκτερινό τιμολόγιο έχει πλεονεκτήματα. Εκτιμώ / ζυγίζω τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα μιας κατάστασης.

[λόγ.: 1: αρχ. πλεονέκτημα· 2: σημδ. γαλλ. avantage]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πλεονέκτης ο [pleonéktis] Ο10 θηλ. πλεονέκτρια [pleonéktria] Ο27 & πλεονέκτρα [pleonéktra] Ο25 : αυτός που χαρακτηρίζεται, που διακατέχεται από πλεονεξία: Aρκέσου σ΄ αυτά που πήρες και μη γίνεσαι ~.

[λόγ. < αρχ. πλεονέκτης· λόγ. πλεονέκ(της) -τρια· αποβ. του [i] ανάμεσα σε [tr] και [a], σύγκρ. τριακόσια > τρακόσια]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πλεονεκτικός -ή -ό [pleonektikós] Ε1 : που πλεονεκτεί, που παρουσιάζει πλεονεκτήματα σε σχέση με κπ. ή με κτ. άλλο. ANT μειονεκτικός: Bρίσκομαι σε πλεονεκτική θέση. πλεονεκτικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. πλεονεκτικός `πλεονέκτης΄ σημδ. γαλλ. avantageux]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες